«Είχα μια μεγαλομανία από μικρός. Ήδη από επτά ετών ντυνόμουν με κοστούμια και γραβάτες. Τότε δεν είχα συνείδηση του τι έκανα, αλλά μεγαλώνοντας αυτό με φρίκαρε. Αν μου πατούσες το παπούτσι, μπορεί να έκλαιγα μισή ώρα, επειδή με λέρωσες, ή αν μου έπιανες τα ρούχα, επειδή μου τσαλάκωνες την εικόνα» είπε μεταξύ άλλων ο Γιώργος Μαζωνάκης σε συνέντευξή του στο «Madame Figaro».
Στη συνέχεια ο τραγουδιστής αποκαλύπτει σε ποιο άτομο θα ήθελε να πει ένα ένα μεγάλο «ευχαριστώ»: «Στην ηθοποιό Νέλλυ Γκίνη. Είμαστε μακρινοί συγγενείς. Κάποια στιγμή, εκεί γύρω στα 15, κλέβω το τηλέφωνό της από την ατζέντα της μητέρας μου και της τηλεφωνώ. Της λέω «Θέλω να γίνω τραγουδιστής». Μου λέει «Μα εσύ δεν είσαι ο Γιώργος, της Κλειώς; Δεν είσαι πάρα πολύ μικρός;». Της είπα ψέματα. Τότε μου λέει πως θα με στείλει σε μια δασκάλα φωνητικής, η οποία θα έκρινε αν κάνω για τραγουδιστής ή όχι. “Μα, θέλω να γίνω και ηθοποιός” της λέω. “Ας το αυτό, πρώτα δες αν κάνεις για τραγουδιστής” απάντησε. Και πήγα στη δασκάλα έχοντας μαζί μου τον δικό μου πιανίστα, επειδή φοβόμουν ότι εκείνη δεν θα ήξερε τα τραγούδια που ήθελα να πω. Ήθελα πρώτα να πάω στο ωδείο και μετά στα μαγαζιά. Σαν να έχω σπουδάσει κάτι, δηλαδή».
Ο Γιώργος Μαζωνάκης αποκάλυψε στη συνέντευξή του ότι οι γονείς του αδιαφόρησαν όταν τους ανακοίνωσε ότι έγινε τραγουδιστής:
«Την πρώτη φορά που είχα πιάσει δουλειά ως τραγουδιστής πήγα στη μάνα μου. Σιδέρωνε εκείνη την ώρα, ο πατέρας μου διάβαζε εφημερίδα. Τους λέω «Έγινα τραγουδιστής». Δεν απάντησαν. Δεν το καταλάβαιναν τότε. Κανείς στην οικογένεια δεν είχε ασχοληθεί με το τραγούδι, την υποκριτική, το θέατρο, τα εικαστικά, Όλο αυτό τους ήταν άγνωστο. Μόλις τους το είπα έμειναν… παγωτό. Δεν το έκαναν από κακία. Εξάλλου, από την πρώτη ημέρα που ξεκίνησα να τραγουδάω πια επαγγελματικά, ήταν μαζί μου».
Όσο για την εμφάνισή του, δήλωσε ότι του αρέσουν οι εκκεντρικές εμφανίσεις ενώ δεν δίστασε να μιλήσει και για τη δύσκολη φάση που πέρασε:
«Όταν ήταν μεγάλη επιτυχία το ”Θέλω να Γυρίσω στα Παλιά” με τους Going Through, ήμουν κλεισμένος στο σπίτι μου και στον εαυτό μου. Αυτή η φάση κράτησε από το 1999 έως το 2003. Έβριζα τους πάντες, μου έφταιγαν τα πάντα. Ήθελα να απαρνηθώ όλο αυτό που ήμουν. Μόλις άρχισε να παίρνει μορφή αυτή η άρνηση όμως, τότε αποφάσισα πως ήθελα να ξαναγυρίσω σ’ εκείνο που είχα».