Πριν από μισό αιώνα ένας άσημος συγγραφέας κυκλοφόρησε το πρώτο του βιβλίο με πρωταγωνιστή ένα «ψάρι», αλλάζοντας την ιστορία του κινηματογράφου και γεννώντας τον τρόμο για τη θάλασσα.
Το 1974 μπήκε στα ράφια των βιβλιοπωλείων η αμερικανική νουβέλα των 278 σελίδων με το όνομα «Jaws», γνωστή στα ελληνικά ως «Τα σαγόνια του καρχαρία», αποτελώντας το συγγραφικό ντεπούτο του Πίτερ Μπέντσλεϊ. Ένα χρόνο αργότερα έγινε η ομόνυμη μεταφορά του βιβλίου στη μεγάλη οθόνη από τον Στίβεν Σπίλμπεργκ, καθιερώνοντας τον όρο μπλοκμπάστερ, ενώ ακολούθησαν δύο ακόμη ταινίες.
Η ιστορία του έργου ξεκίνησε το 1973, χάρη σε λίγες αδημοσίευτες σελίδες που κυκλοφόρησαν κρυφά σε έναν εκδοτικό οίκο. Ο Μπέντσλεϊ εργαζόταν ως δημοσιογράφος και εμπνευσμένος από επιθέσεις καρχαριών στις αμερικανικές ακτές λίγο μετά το τέλος του Α΄Παγκοσμίου Πολέμου, αποφάσισε να γράψει ένα σχετικό βιβλίο, προσεγγίζοντας τον εκδοτικό οίκο Doubleday.
Ο εκδότης Tom Congdon προκειμένου να δει αντιδράσεις, μοίρασε μυστικά στους εργαζόμενους του ένα σημείωμα που έγραφε μεταξύ άλλων: «Διαβάστε αυτό, χωρίς να διαβάσετε το υπόλοιπο βιβλίο… Μια νεαρή γυναίκα βουτάει στη θάλασσα, μετά το σεξ που έκανε με τον εραστή της, ο οποίος κοιμάται στην παραλία. Τότε, την κατασπαράζει ένας μεγάλος λευκός καρχαρίας… Το μεγάλο κωνικό κεφάλι την χτύπησε σαν ατμομηχανή, ρίχνοντάς την πάνω από το νερό… Τα σαγόνια έσπασαν τον κορμό της, συνθλίβοντας οστά, σάρκα και όργανα, φτιάχνοντας ένα ζελέ».
Το κόλπο έπιασε και λίγες ώρες πριν μπει στο τυπογραφείο το βιβλίο, ο Congdon έβαλε το όνομα «Jaws», θεωρώντας πως ήταν πιασιάρικο, ενώ για εξώφυλλο το ρύγχος ενός καρχαρία που έμοιαζε με πέος να κοιτάει μια γυναίκα που κολυμπούσε. Πράγματι, είχε δίκιο, καθώς έγινε ταινία, με τον Σπίλμπεργκ να κρατάει τόσο το όνομα, όσο και το εξώφυλλο, αλλάζοντας μόνο το σχήμα του ρύγχους, ώστε να μη παραπέμπει στο ανδρικό μόριο.
Ένας πρωτότυπος κακός
«Τα σαγόνια του καρχαρία» μπορεί να έγιναν διάσημα λόγω της ταινίας, όμως η τεράστια επιτυχία οφείλονταν και στον τρόπο που γράφτηκε το βιβλίο, με αποτέλεσμα να πουλήσει τουλάχιστον μισό εκατομμύριο αντίτυπα στην Αμερική, έγραψε αφιέρωμα των New York Times.
Ο Μπέντσλεϊ παρέθεσε την ιστορία από τη σκοπιά του λευκού καρχαρία, τον οποίο περιέγραφε ως «ψάρι», λέξη γνωστή και οικεία, αλλά και αρκετά μακριά από τη φονική μηχανή που ήταν.
Επιπλέον, για πρώτη φορά παρουσιάστηκε ένας κακός αλλιώτικος από τους άλλους, αφού δεν ήταν άνθρωπος, θεότητα ή τέρας, όπως συνηθίζονταν. Αντιθέτως, ήταν ένα αρχαίο ζώο από την εποχή των δεινοσαύρων, που δεν σκότωνε σποραδικά, αλλά αποδείχτηκε serial killer.
Παράλληλα, η πλοκή περιείχε δυνατές σκηνές και στοιχεία που δεν συμπεριλήφθηκαν αυτούσια στη ταινία, για πρακτικούς, κοινωνικούς και πολιτικούς λόγους, ανέφερε δημοσίευμα της The Telegraph.
Παραδείγματος χάριν, στο βιβλίο το πρώτο θύμα που είναι κοπέλα, κάνει σεξ και μετά πραγματοποιεί τη μοιραία βουτιά. Αντιθέτως, στην ταινία φλερτάρει με τον άνδρα και δεν γίνεται κάτι άλλο μεταξύ τους. Επίσης, στη νουβέλα ο πρωταγωνιστής αντιμετωπίζει κρίση στο γάμο του, με τη σύζυγο να τον απατά με τον ιχθυολόγο που ερευνά την υπόθεση, κάτι που δεν γίνεται στο κινηματογραφικό «Jaws».
Ακόμη, ο Μπέντσλεϊ σκιαγραφεί τους τοπικούς άρχοντες ως διεφθαρμένους και συνεργάτες των μαφιόζων, παραπέμποντας στο σκάνδαλο Watergate που έριξε τη κυβέρνηση του Ρίτσαρντ Νίξον.
«Τα πάντα σε αυτό ήταν ένα ατύχημα»
Ο Πίτερ Μπέντσλεϊ έγραψε κι άλλα βιβλία μετά το «Jaws», όπως το «The Deep», αλλά κανένα δεν σημείωσε την επιτυχία που πέτυχε το πρώτο έργο του. Σε δηλώσεις που έκανε κάποτε, δήλωσε στεναχωρημένος που στοχοποιήθηκαν οι καρχαρίες και κυνηγήθηκαν υπό τον φόβο μην τυχόν επιτεθούν σε άνθρωπο.
«Τα πάντα σε αυτό ήταν ένα ατύχημα», είπε σε φίλους του για την επιτυχία του βιβλίου, καθώς θεωρούσε ότι δεν θα τραβούσε το ενδιαφέρον η ιστορία για έναν καρχαρία serial killer που πρέπει να τον αντιμετωπίσει μια διεφθαρμένη και προβληματική τοπική κοινότητα.
Εντούτοις, το βιβλίο παρέμεινε για μήνες στις λίστες των μπεστ σέλερ και ο Μπέντσλεϊ από άγνωστος λογοτέχνης, αναδείχθηκε επιτυχημένος συγγραφέας, ενώ το έργο του άλλαξε την ιστορία του κινηματογράφου, αλλά και την αντιμετώπιση προς τα άγρια ζώα.
«Ενώ οι περισσότεροι αναγνώστες έλκονταν από την κεντρική ιστορία του βιβλίου, “Τα σαγόνια του καρχαρία” ασχολήθηκαν με πολλαπλά κοινωνικά ζητήματα του 1970. Ήταν ένα μυθιστόρημα για έναν φθαρμένο γάμο, μια οικονομικά προβληματική πόλη και μια διεφθαρμένη τοπική κυβέρνηση, ενώ κυκλοφόρησε σε μια εποχή που τα ποσοστά των διαζυγίων εκτινάσσονταν στα ύψη, η μαζική ανεργία κάλπαζε και η κυβέρνηση έπεφτε λόγω σκανδάλου. Σε μια εποχή αλλαγών και αβεβαιότητας, “Τα σαγόνια του καρχαρία” λειτούργησαν ως αλληγορία για ό,τι τρόμαζε ή εξόργιζε τον αναγνώστη», έγραψαν οι New York Times, συνοψίζοντας την αλλαγή που έφερε ο Πίτερ Μπέντσλεϊ.