Έστω και ενδόμυχα, μπορεί να υπάρχει ένα «αγαπημένο» παιδί στην οικογένεια. Και αυτό μπορεί να έχει μακροχρόνιες επιπτώσεις στην ψυχική υγεία των παιδιών, ακόμη και στη φάση της ενήλικης ζωής τους, αλλά και στις οικογενειακές σχέσεις.
Η έρευνα δείχνει ότι η γονική ευνοιοκρατία είναι ένα αρκετά κοινό φαινόμενο και δεν αποτελεί απλώς την ιδιορρυθμία μιας οικογένειας. Εμφανίζεται στατιστικά στο 65% των οικογενειών και παρατηρείται σε πολλούς διαφορετικούς πολιτισμούς. Και το χειρότερο είναι πως φαίνεται να επηρεάζει την ευημερία των παιδιών καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής τους, από την παιδική ηλικία έως και τη μέση ηλικία, ενδεχομένως και αργότερα. Είναι επίσης κοινό στοιχείο η άρνηση αυτής της κατάστασης.
Ένα εξίσου σημαντικό στοιχείο είναι ότι μπορεί να μην το βλέπουν όλοι στην οικογένεια έτσι. Το να νιώθεις λιγότερο ευνοημένος είναι σε μεγάλο βαθμό υποκειμενικό, υπογραμμίζει σε δημοσίευμα του CNN η Λόρι Κράμερ, καθηγήτρια εφαρμοσμένης ψυχολογίας στο Northeastern University στις ΗΠΑ. «Είναι η εμπειρία που έχουν οι άνθρωποι, ότι ένας γονιός προτιμά ένα άλλο παιδί από αυτούς», λέει. «Αυτό θα μπορούσε να μεταφράζεται στην αφιέρωση περισσότερου χρόνου, περισσότερης προσοχής, επαίνων ή στοργής. Ενδεχομένως και σε λιγότερο έλεγχο, που σημαίνει λιγότερους περιορισμούς, λιγότερη πειθαρχία ή ακόμα και τιμωρία». Ωστόσο, για το άτομο που το αισθάνεται, οι συνέπειες μπορεί να είναι βαθιές.
Η έρευνα δείχνει ότι τα παιδιά αντιλαμβάνονται τη διαφορετική αντιμετώπιση από μικρή ηλικία, όπως για παράδειγμα όταν οι γονείς δείχνουν περισσότερη στοργή σε ένα παιδί από ό,τι σε άλλο. Αυτή η προτιμησιακή μεταχείριση έχει συσχετιστεί με χαμηλή αυτοεκτίμηση στα παιδιά, καθώς και με παιδικό άγχος, κατάθλιψη και προβλήματα συμπεριφοράς, συμπεριλαμβανομένης και της επικίνδυνης συμπεριφοράς.
Ο αντίκτυπος στην ψυχική υγεία μπορεί να παραμείνει και στην ενήλικη ζωή, με την ευνοιοκρατία της μητέρας, για παράδειγμα, να σχετίζεται με υψηλότερες βαθμολογίες κατάθλιψης στα ενήλικα παιδιά. Εξάλλου, η «αδυναμία» σε ένα παιδί μπορεί να συνεχιστεί και στη μετέπειτα ζωή, με τους γονείς να συνεχίζουν συμπεριφορές που εκλαμβάνονται ως προνομιακή μεταχείριση μεταξύ των ενήλικων παιδιών τους.
Και ενώ είναι οι γονείς και όχι τα αδέρφια που σε σημαντικό βαθμό φέρουν την ευθύνη γι’ αυτό, η ευνοιοκρατία συνήθως επηρεάζει τον αδελφικό δεσμό και αυξάνει τις συγκρούσεις και τις εντάσεις μεταξύ των αδελφών.
Δεδομένου του πόσο επιζήμιο είναι, γιατί οι γονείς δεν μπορούν απλώς να αποφύγουν τέτοιες συμπεριφορές;
Κατά την άποψη της Κράμερ, οι γονείς μπορεί να μην το κάνουν σκόπιμα και πιθανότατα δεν το γνωρίζουν καν. Η άνιση μεταχείριση μπορεί να ξεκινήσει επειδή το ένα παιδί είναι πιο «εύκολο» για τους γονείς, σημειώνει. Η έρευνά της σε εφήβους και τους γονείς τους έδειξε ότι οι οικογένειες αποφεύγουν να μιλούν γι’ αυτό, γεγονός που καθιστά ακόμη πιο δύσκολο να ξεκαθαρίσουν τυχόν τραύματα ή παρεξηγήσεις.
«Εάν αυτές οι καταστάσεις αντιμετωπιστούν με ευαίσθητο τρόπο, όπου κανείς δεν αισθάνεται ότι κατηγορείται ή ότι είναι δικό του λάθος, μπορείτε να έχετε πιο ανοιχτές συζητήσεις από όλες τις πλευρές και το ζήτημα να αντιμετωπιστεί», λέει η Κράμερ. Οι γονείς θα μπορούσαν, για παράδειγμα, να ρωτήσουν γιατί το παιδί νιώθει ότι ο/η αδελφός/η του είναι το «αγαπημένο» τους παιδί. «Αν ένας γονέας ακούσει και συζητήσει για τις τυχόν διαφορετικές συμπεριφορές σε ένα παιδί, αυτό μπορεί να κάνει θαύματα». Το παιδί που αισθάνεται «υποδεέστερο» μπορεί να συνειδητοποιήσει ότι υπάρχει πρακτικός λόγος για τη συμπεριφορά των γονιών του και ότι δεν έχει να κάνει με περισσότερη ή λιγότερη αγάπη.
Με ποιο από τα παιδιά σας νιώθετε μεγαλύτερη συναισθηματική εγγύτητα;
Η Μέγκαν Τζίλιγκαν, αναπληρώτρια καθηγήτρια ανθρώπινης ανάπτυξης και οικογενειακής επιστήμης στο Πανεπιστήμιο του Μιζούρι, σε συνεργασία με την Τζιλ Σουίτορ, καθηγήτρια κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο Purdue και τον Καρλ Πίλμερ, καθηγητή ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο Cornell, διεξήγαγαν μία έρευνα για τις διαφορές εντός της οικογένειας, στις ΗΠΑ. Στο πλαίσιο της μελέτης, παρακολούθησαν διαφορετικές οικογένειες για δύο δεκαετίες προκειμένου να κατανοηθούν πληρέστερα οι οικογενειακές σχέσεις και οι σχέσεις μεταξύ των γενεών.
Ως μέρος της μελέτης, οι ερευνητές έθεσαν σε μητέρες και πατέρες την εξής ερώτηση σχετικά με την ευνοιοκρατία: «Με ποιο από τα παιδιά σας νιώθετε μεγαλύτερη συναισθηματική εγγύτητα;». Ύστερα από λίγη σκέψη, ένα μεγάλο ποσοστό μητέρων (75%) ονομάτισε ένα από τα παιδιά τους. Οι υπόλοιπες δεν επέλεξαν κανένα ή είπαν ότι ένιωθαν εξίσου κοντά σε όλα τα παιδιά τους.
Ρωτήθηκαν επίσης με ποιο παιδί αισθάνονταν μεγαλύτερη απογοήτευση και σύγκρουση. Όπως διαπιστώθηκε, το παιδί που χαρακτηρίστηκε από την αρχή ως «απογοήτευση», αντιμετωπιζόταν έτσι και στα επόμενα χρόνια.
Η σειρά γέννησης φαίνεται πως παίζει κάποιο ρόλο σε ορισμένες πτυχές της ευνοιοκρατίας, αλλά ίσως όχι τόσο όσο συχνά όσο πολλοί μπορεί να υποθέτουν. «Η έρευνα δεν δείχνει ότι [η σειρά γέννησης] είναι σημαντικός προγνωστικός δείκτης για ευνοιοκρατία», υπογραμμίζει η Τζίλιγκαν. Ο ισχυρότερος παράγοντας για τη συναισθηματική εγγύτητα είναι η αντίληψη των γονιών για ένα παιδί ότι τους μοιάζει ή τους ταιριάζει στη συμπεριφορά.
Όμως, και το να είναι κάποιος το «ευνοημένο» παιδί μπορεί επίσης να συνοδεύεται από αρκετές δυσκολίες. «Μπορεί να περιμένεις ότι το να είσαι το αγαπημένο παιδί θα έχει πολλά οφέλη, ωστόσο μπορεί εξίσου να προκαλέσει συναισθηματική δυσφορία στα ενήλικα παιδιά», επισημαίνει και εξηγεί: «Βρήκαμε ότι η ευνοιοκρατία σχετίζεται με υψηλότερα συμπτώματα κατάθλιψης για τα ευνοημένα παιδιά. Πιστεύουμε ότι αυτό συμβαίνει επειδή το να είναι κάποιος το αγαπημένο παιδί δημιουργεί σύγκρουση στις σχέσεις με τα αδέρφια και αυτή η ένταση στην ενήλικη ζωή έχει επιπτώσεις στην ψυχολογική ευεξία».
«Μπορεί επίσης να οδηγήσει σε άνιση επιβάρυνση αργότερα στη ζωή. Όταν ένας γονέας τελικά απαιτεί φροντίδα από την οικογένεια, συχνά στρέφεται στο παιδί που αισθάνεται ότι ήταν το ευνοούμενο», προσθέτει.
Και ενώ η προτιμησιακή μεταχείριση μπορεί να μας στοιχειώνει ακόμη και ως ενήλικες, το βίωμά της μπορεί να αλλάζει καθώς μεγαλώνουμε. Η Τζίλιγκαν συνέγραψε μια ανασκόπηση μελετών σχετικά με τον αντίκτυπο της ευνοιοκρατίας καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής, από τα πολύ μικρά παιδιά έως τα ενήλικα παιδιά και ανθρώπους που φτάνουν έως τα 60 ή και μεγαλύτερους. Διαπίστωσε ότι υπάρχουν διαφορές στο πώς εμφανίζεται σε διαφορετικά στάδια. Για τα μικρότερα παιδιά, η προνομιακή αντιμετώπιση μπορεί να αφορά περισσότερο στον χρόνο που αφιερώνουν οι γονείς μαζί τους σε σύγκριση με έναν αδερφό. Για τα ενήλικα παιδιά, μπορεί να αφορά περισσότερο στην άνιση οικονομική υποστήριξη.
Η απάντηση δεν είναι να αντιμετωπίζουμε όλα τα παιδιά μας ακριβώς το ίδιο, τονίζει η Κράμερ. «Είναι αδύνατο να αντιμετωπίζουμε τα παιδιά με τον ίδιο τρόπο σε κάθε περίπτωση, και ούτε τα παιδιά το θέλουν αυτό», διευκρινίζει. «Τα παιδιά θέλουν να κατανοούν οι γονείς τους το ποιοι είναι ανάλογα με την ηλικία τους, τα ενδιαφέροντά τους, το φύλο και την προσωπικότητά τους».
Ωστόσο, οι γονείς θα πρέπει να αποφεύγουν την αδικία. Και εκτός των άλλων αυτό είναι σημαντικό, επειδή τα παιδιά μπορεί να μάθουν το μοτίβο της διαφορετικής μεταχείρισης και ως ενήλικες, να το εφαρμόζουν στο δικό τους γονεϊκό στιλ και στις σχέσεις τους.