Από το Ινστιτούτο Κοινωνικής και Προληπτικής Ιατρικής εκπονήθηκε πρόσφατα μελέτη, η οποία επιχειρεί να καταγράψει και να αποτυπώσει, για πρώτη φορά συνολικά, το φάσμα των Κοινωνικών Ανισοτήτων στην Υγεία τόσο στην Ευρωπαϊκή Ένωση όσο και στην Ελλάδα.

Ο κ. Γιάννης Τούντας, Ομότιμος Καθηγητής Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών, Διευθυντής του Ινστιτούτου Κοινωνικής και Προληπτικής Ιατρικής (ΙΚΠΙ), μίλησε στο Newsbeast.gr για τα αποτελέσματα της μελέτης με θέμα «Κοινωνικές ανισότητες στην υγεία – Κοινωνιολογικές προσεγγίσεις, ερευνητικά ευρήματα και προτάσεις πολιτικής».

Το ΙΚΠΙ δημοσίευσε πρόσφατα μελέτη σχετικά με τις ανισότητες στην υγεία. Πείτε μας λίγα λόγια γι’ αυτό το εγχείρημα.

Το αντικείμενο της μελέτης είναι οι κοινωνικές ανισότητες στην υγεία, γιατί έχουμε μεγάλες διαφορές στους δείκτες υγείας όχι μόνο ανάμεσα σε πλούσιες και φτωχές χώρες που είναι αναμενόμενο, αλλά και μέσα στην ίδια τη χώρα, σε διάφορα τμήματα του πληθυσμού, όπου βλέπουμε να υπάρχει μία χειρότερη κατάσταση της υγείας τους συγκριτικά με άλλα κομμάτια του πληθυσμού.

Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η υγεία μας εξαρτάται σε πολύ μεγάλο βαθμό από ευρύτερους κοινωνικούς παράγοντες, όπως είναι το εισόδημα, όπως είναι η εκπαίδευση, οι συνθήκες διαβίωσης, οι συνθήκες εργασίας, το φύλο, η ηλικία, ο τόπος κατοικίας. Αυτοί οι ευρύτεροι κοινωνικοί παράγοντες καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό το αν είμαστε υγιείς ή πόσο συχνά αρρωσταίνουμε και βέβαια σε αυτό συμμετέχουν σαν παράγοντας και οι υπηρεσίες υγείας, αν δηλαδή οι υπηρεσίες στο σύστημα υγείας μιας χώρας ή μιας περιοχής επαρκούν για να καλύψουν αποτελεσματικά τις ανάγκες υγείας του πληθυσμού.

Αυτό που σημειώσαμε -και που ήταν μια πρώτη σημαντική διαπίστωση- είναι ότι ενώ οι περισσότεροι θεωρούν ότι το σύστημα υγείας και οι υπηρεσίες έχουν την αποκλειστική ευθύνη για την ύπαρξη των ανισοτήτων στην υγεία, είδαμε ότι και άλλοι παράγοντες, αυτοί οι ιδιαίτεροι κοινωνικοί παράγοντες παίζουν πολύ σημαντικό ρόλο.

Ποια είναι η κατάσταση που επικρατεί στην Ευρώπη;

Είδαμε τι συμβαίνει στην Ευρώπη ως προς τις ανισότητες. Διαπιστώσαμε ότι το φαινόμενο των ανισοτήτων υπάρχει σε κάθε χώρα της Ευρώπης, αλλού περισσότερο, αλλού λιγότερο.

H έρευνα σε 16 ευρωπαϊκές χώρες δείχνει ότι τα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα έχουν υψηλότερη θνησιμότητα και χειρότερη υγεία. Στη δυτική Ευρώπη, ο κίνδυνος νόσησης ήταν 1,5-2,5 φορές μεγαλύτερος στα χαμηλότερα κοινωνικοοικονομικά στρώματα, ακόμα και σε χώρες με ισχυρή κοινωνική πολιτική, όπως οι Σκανδιναβικές.

Ποια είναι η εικόνα που καταγράφηκε για τη χώρα μας;

Μετά την Ευρώπη, εστιάσαμε στη χώρα μας, όπου για πρώτη φορά, (δεν έχει ξαναγίνει αυτό μέχρι σήμερα), συγκεντρώσαμε όλα τα στοιχεία που έχουν μέχρι τώρα δημοσιοποιηθεί είτε από στατιστική υπηρεσία είτε από Ευρωπαϊκούς Οργανισμούς, όπως η Eurostat ή ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας.

Ειδικά για την Ελλάδα, συλλέξαμε στοιχεία από εξειδικευμένα κέντρα όπως είναι και το δικό μας, το Ινστιτούτο Κοινωνικής και Προληπτικής Ιατρικής, και καταγράψαμε τα ευρήματα αξιολογώντας τις διαπιστώσεις μας σε καίριους τομείς. Ένας από αυτούς είναι τα ζητήματα της θνησιμότητας και της νοσηρότητας, όπου εκεί είδαμε να παίζει μεγάλο ρόλο το εισόδημα και το εκπαιδευτικό επίπεδο.

Αυτοί, κυρίως, οι δύο παράγοντες έκαναν και τις μεγαλύτερες διαφοροποιήσεις. Με άλλα λόγια, τα φτωχότερα στρώματα ή τα στρώματα του πληθυσμού με λιγότερη εκπαίδευση παρουσίασαν υψηλότερη θνησιμότητα και υψηλότερη νοσηρότητα. Η νοσηρότητα ήταν ιδιαίτερα εμφανής στα χρόνια νοσήματα, κάτι που είναι σε έξαρση λόγω και της γήρανσης του πληθυσμού.

Ο καθηγητής Γιάννης Τούντας

Στη μελέτη καταγράφηκε ότι το προσδόκιμο ζωής κατά τη γέννηση για την περίοδο 2013-2017 διέφερε σημαντικά ανάμεσα σε άτομα με τριτοβάθμια εκπαίδευση και άτομα με χαμηλότερη εκπαίδευση. Η διαφορά κυμάνθηκε από 1,1 χρόνια το 2014 έως 2,3 χρόνια το 2017, με μέγιστη διαφορά 4,2 ετών το 2013, λόγω της οικονομικής κρίσης που επηρέασε κυρίως τα χαμηλότερα κοινωνικοοικονομικά στρώματα.

Ποιες συμπεριφορές συμβάλλουν στις κοινωνικές ανισότητες στην υγεία;

Μελετήσαμε τις συμπεριφορές υγείας που επηρεάζουν την υγεία μας, όπως είναι το κάπνισμα, η διατροφή, η άσκηση, η παχυσαρκία κ.λπ. Κι εκεί είδαμε επίσης μεγάλες διαφορές ανάμεσα στα φτωχότερα ή λιγότερο εκπαιδευμένα στρώματα και στα πιο πλούσια ή περισσότερο εκπαιδευμένα στρώματα.

Στη συνέχεια μελετήσαμε τι γίνεται με τη χρήση των υπηρεσιών υγείας. Εκεί, λοιπόν, είδαμε ότι στις προληπτικές εξετάσεις και πάλι βλέπουμε μια μεγάλη ψαλίδα ανάμεσα στα ανώτερα και τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα. Για παράδειγμα, είδαμε ότι τη μαστογραφία, στα ανώτερα κοινωνικά στρώματα, κάνουν περίπου στο 93%, ενώ στα κατώτερα στρώματα είναι κάτω από το 50%. Οι ίδιες διαφορές σημειώνονται και σε άλλες βασικές προληπτικές εξετάσεις.

Όσον αφορά τη χρήση των υπηρεσιών υγείας, τι καταγράψατε;

Σε ό,τι αφορά τη χρήση των υπηρεσιών υγείας, καταγράφουμε αρχικά ότι υπάρχει άνιση κατανομή των μονάδων του Ε.Σ.Υ. σε όλη τη χώρα. Δηλαδή, παρατηρείται υπερσυγκέντρωση των πόρων (όπως νοσοκομεία, κλινικά εργαστήρια και ανθρώπινο δυναμικό) σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη και κάποιες άλλες μεγάλες πόλεις, με αποτέλεσμα οι μη αστικές περιοχές της χώρας να μην έχουν επαρκείς υπηρεσίες υγείας.

Επίσης, διαπιστώσαμε ότι το 1/3 περίπου του ελληνικού πληθυσμού αναφέρει δυσκολία πρόσβασης και χρήσης των υφιστάμενων υπηρεσιών με κύρια αιτία το οικονομικό κόστος.

Όπως καταλαβαίνετε, αυτό το ζήτημα πλήττει περισσότερο τα φτωχότερα στρώματα όταν τους ζητάει το σύστημα να βάλουν το χέρι στην τσέπη για να έχουν την αναγκαία περίθαλψη και λιγότερο τα πλουσιότερα στρώματα.

Αυτές ήταν λοιπόν οι βασικές μας διαπιστώσεις και πάνω σε αυτές κάναμε τρεις βασικές προτάσεις που συνοπτικά είναι:

  1. Η πρώτη αφορά την ανάγκη να υπάρξει μία διακυβερνητική, διυπουργική επιτροπή που να μελετάει και να επεμβαίνει σε αυτές τις ανισότητες, μιας και εμπλέκονται πέρα από το υπουργείο υγείας και άλλα υπουργεία, όπως το υπουργείο οικονομίας ή το υπουργείο παιδείας, που, όπως ανέφερα πριν, είναι παράγοντες που επηρεάζουν την υγεία του πληθυσμού. Το υπουργείο εργασίας, το υπουργείο περιβάλλοντος, όλα αυτά έχουν αρμοδιότητες που οι πολιτικές τους επηρεάζουν σημαντικά την υγεία.
  2. Η δεύτερη πρόταση είναι ότι θα πρέπει να φτιαχτεί, στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων του υπουργείου υγείας, ένα παρατηρητήριο για τις ανισότητες στην υγεία που να καταγράφει σε ετήσια βάση τι συμβαίνει σε όλα αυτά τα ζητήματα που μελετήσαμε εμείς στη μελέτη μας και να βγάζει κάποια συμπεράσματα. Αυτά, σε μορφή ετήσιας έκθεσης να τροφοδοτεί τα κέντρα αποφάσεων και όλους τους εμπλεκόμενους φορείς, ώστε να μπορούν να χαράσσουν ανάλογες πολιτικές.
  3. Και η τρίτη πρόταση είναι ότι πρέπει να επιταχυνθούν, να επισπευσθούν οι αλλαγές για την ανασυγκρότηση του Ε.Σ.Υ. για να μπορέσει να καλύψει επαρκώς τις υπηρεσίες που πρέπει να παράσχει στον ελληνικό πληθυσμό.