Τα συμπτώματα long covid που αντιμετωπίζουν για καιρό όσοι νόσησαν από κορονοϊό δεν είναι ακόμα κατανοητά από την επιστημονική κοινότητα, ενώ σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία, πολλοί άνθρωποι που συνεχίζουν να έχουν προβλήματα μετά την νόσοση, στρέφονται πλέον σε εναλλακτικές μορφές θεραπείας.
Σύμφωνα με τον theguardian.com, η μεγαλύτερη άνθιση του συγκεκριμένου φαινομένου εντοπίζεται στις ΗΠΑ, επειδή ήδη υπάρχει μια «έτοιμη βιομηχανία», ενώ αναμένεται να επεκταθεί και σε άλλες χώρες, όχι όμως με τον αντίστοιχο ρυθμό. Όπως αναφέρει το δημοσίευμα, 23 εκατομμύρια Αμερικανοί συνεχίζουν να έχουν μακροχρόνια συμπτώματα τα οποία μπορεί να περιγραφούν ως long covid. Παρόλα αυτά, η διάγνωση είναι δύσκολη, καθώς σε πολλές περιπτώσεις οι γιατροί δεν έχουν δώσει επίσημη απάντηση.
Το συγκεκριμένο κενό που υπάρχει λοιπόν, προσπαθούν να καλύψουν εταιρείες ευεξίας και άτομα που προτείνουν εναλλακτικές και μερικές φορές παράνομες μορφές θεραπείας. Χαρακτηριστικά, προτείνουν την παράλειψη του πρωινού, να γίνει οζονοθεραπεία και αμφιλεγόμενες αιματολογικές εξετάσεις, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις έχουν προτείνει θεραπεία με βλαστοκύτταρα ή έχουν αναφερθεί στα οφέλη του ψευδαργύρου και πώς μπορεί να «επαναφέρει» την απώλεια γεύσης ή όσφρησης.
Το «κενό» του νόμου και η «έτοιμη βιομηχανία»
Το φαινόμενο ο άνθρωπος να στρέφεται σε εναλλακτικές μορφές θεραπείας και συχνά αμφισβητούμενες δεν είναι σπάνιο, ειδικά από την στιγμή που δεν υπάρχει άμεσα απάντηση στο πρόβλημα υγείας του. Μάλιστα, στην περίπτωση του κορονοϊού, υπάρχουν πολλά παραδείγματα από τους αρνητές της πανδημίας.
Παρόλα αυτά, οι ειδικοί εκτιμούν ότι αναμένεται να ανθίσει για τουλάχιστον τα επτά επόμενα χρόνια η παραϊατρική βιομηχανία και συγκεκριμένα να τετραπλασιαστεί, ιδιαίτερα στις ΗΠΑ, όπου έχει και την έγκριση του νόμου, σε αντίθεση με άλλες χώρες, όπως στην Ευρώπη, όπου η νομοθεσία είναι αρκετά πιο αυστηρή.
Σύμφωνα με τον Guardian, το 1994 πέρασε ο νόμος DSHEA, που σημαίνει νόμος για τα συμπληρώματα διατροφής για την υγεία και την εκπαίδευση, και διασφαλίζει ότι οι κατασκευαστές βιταμινών, μετάλλων, αμινοξέων και βοτάνων δεν υπόκεινται σε κανένα βάρος απόδειξης σχετικά με την αποτελεσματικότητα του προϊόντος τους.
Το άτομο που έδωσε αγώνα για να περάσει η παραπάνω νομοθεσία ήταν ο γερουσιαστής Orrin Hatch της Γιούτα, ο οποίος είχε οικογενειακούς δεσμούς με τη βιομηχανία συμπληρωμάτων διατροφής και ιδιαίτερα με επιχειρήσεις που έχουν καταγγελθεί ή καταδικαστεί για πρακτικές εκφοβισμού γιατρών και υγειονομικών, ώστε να προωθήσουν στην αγορά αμφίβολα προϊόντα.
«Στρατολόγηση» ασθενών
Μεγάλο μέρος των ασθενών με long covid που στράφηκαν σε εναλλακτικές μορφές θεραπείας, μπορεί να μην βρήκε λύση στο πρόβλημα του, όμως έγιναν μόνιμοι πελάτες για τις συγκεκριμένες εταιρείες.
Όπως έχει παρατηρηθεί, συνήθως οι συγκεκριμένες εταιρείες και γιατροί, προσεγγίζουν υποψήφιους ασθενείς, μέσα από βίντεο στο YouTube και τα social media, όπου κάνουν επίδειξη γνώσεων και λένε την «αλήθεια» για τον τρόπο θεραπείας. Παράλληλα, προτείνουν ένα πρόγραμμα το οποίο εύκολα προσαρμόζεται στην καθημερινή ρουτίνα, ενώ συνήθως ανακοινώνουν τα ιατρικά τους αποτελέσματα, χωρίς όμως να έχουν γίνει οι απαραίτητες ή και νόμιμες διαδικασίες αξιολόγησης.
Χαρακτηριστικά, η εταιρεία IncellDX προτείνει θεραπεία που περιλαμβάνει φάρμακα για τον HIV και την χοληστερίνη. Η εταιρεία ισχυρίζεται πως η θεραπεία της είναι αποτελεσματική σε ποσοστό 80-85%, όμως μέχρι στιγμής δεν έχει εφαρμόσει το πρωτόκολλο κλινικών δοκιμών, οπότε το συμπέρασμα της θεωρείται αυθαίρετο και όχι τεκμηριωμένο.
Σύμφωνα με τη Δρ Jessica Jaiswal, επίκουρη καθηγήτρια Επιστήμης Υγείας στο Πανεπιστήμιο της Αλαμπάμα, «όταν οι άνθρωποι έχουν απογοητευτεί από το σύστημα υγειονομικής περίθαλψης, οι εναλλακτικές μορφές θεραπείας, μπορεί να παρέχουν ελπίδα και παρηγοριά, αλλά μπορεί επίσης να αισθάνονται ότι είναι ο μόνος να αποκτήσουν εξουσία, εν μέσω μιας χαοτικής κατάστασης».
Παράλληλα, τονίζει ότι «οι πάροχοι που προσφέρουν εναλλακτικές μορφές θεραπείας επικυρώνουν τα συναισθήματα αδυναμίας και απογοήτευσης των ασθενών και αφιερώνουν χρόνο, που οι γιατροί στα συμβατικά περιστατικά δεν μπορούν να δώσουν λόγω πρακτικών περιορισμών».