Μια νέα έρευνα που έγινε στη Δανία και παρουσιάστηκε στο συνέδριο της Ευρωπαϊκής Ουρολογικής Ένωσης στη Μαδρίτη δείχνει ότι μετά από την αφαίρεση προστάτη (ριζική προστατεκτομή) η αποκατάσταση της φυσιολογικής στυτικής λειτουργίας και σεξουαλικής ικανότητας είναι σπάνια.
Η ριζική προστατεκτομή είναι η συνηθέστερη χειρουργική επέμβαση στον προστάτη, η οποία αφαιρεί ολικά τον εν λόγω ανδρικό αδένα. Η επέμβαση συνήθως απομακρύνει και τον καρκίνο, όμως συχνά προκαλεί ως παρενέργεια την ανικανότητα στύσης, επειδή στο χειρουργείο, όχι σπάνια, γίνεται ζημιά στα νεύρα γύρω από τον προστάτη, τα οποία ελέγχουν τη στυτική λειτουργία.
Σε αρκετές περιπτώσεις υπάρχει μια βελτίωση με το πέρασμα του χρόνου, όμως η νέα μελέτη, με επικεφαλής τον δρ.Μίκελ Φόντε του Νοσοκομείου Χέρλεβ της Κοπεγχάγης, δείχνει ότι η επίτευξη μιας στύσης ανάλογης ποιότητας με εκείνη πριν την επέμβαση, είναι σπάνιο να επιτευχθεί. Σύμφωνα με τους ερευνητές, οι ουρολόγοι έχουν υπερεκτιμήσει μέχρι σήμερα τη δυνατότητα αποκατάστασης της στύσης.
Η έρευνα, σε 210 άνδρες με μέση ηλικία 65 ετών, διαπίστωσε ότι τουλάχιστον το 93% των ανδρών (πάνω από εννέα στους δέκα) που κάνουν ριζική προστατεκτομή, έχουν μεγαλύτερα ή μικρότερα σεξουαλικά προβλήματα. Μόνο το 7% των ασθενών απέκτησαν εξίσου καλή στύση δύο χρόνια μετά την χειρουργική επέμβαση.
Καθώς η μέση ηλικία των ανδρών που δέχεται να κάνει ριζική προστατεκτομή (για λόγους προφύλαξης από τον καρκίνο) συνεχώς μειώνεται, οι δανοί επιστήμονες επεσήμαναν πως γιατροί και ασθενείς οφείλουν να γνωρίζουν τη δυσκολία αποκατάστασης του προβλήματος της στύσης.
Μια άλλη διεθνής έρευνα, με επικεφαλής τον δρα Μάρκο Μπιάνκι του Νοσοκομείου Σαν Ραφαέλε του Μιλάνο, που παρουσιάστηκε στο ίδιο συνέδριο και αφορούσε 612 ασθενείς με μέση ηλικία 56 ετών από διάφορες χώρες, οι οποίοι είχαν κάνει ριζική προστατεκτομή, κατέληξε σε ένα ενδιαφέρον συμπέρασμα: Οι ασθενείς κάτω των 60 ετών έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα να πεθάνουν από καρκίνο του προστάτη, σε σχέση με άλλες αιτίες, μέσα στην πρώτη δεκαετία μετά την χειρουργική επέμβαση. Όμως, όταν παρέλθει η πρώτη δεκαετία, η πιθανότητα θανάτου από καρκίνο εξασθενεί σημαντικά και άλλες αιτίες θανάτου γίνονται πιο πιθανές.
Όπως είπε ο Μάρκο Μπιάνκι, αυτό πρακτικά σημαίνει ότι τα κατά πρώτα δέκα χρόνια μετά τη ριζική προστατεκτομή οι ασθενείς και οι γιατροί τους θα πρέπει να ανησυχούν πρωτίστως για την πιθανότητα επανεμφάνισης του καρκίνου, όμως μετά τη δεκαετία η προσοχή πρέπει να στρέφεται σε άλλους κινδύνους για την υγεία.
Μια τρίτη ολλανδική έρευνα, στο ίδιο συνέδριο, δείχνει ότι η άλλη σημαντική παρενέργεια της προστατεκτομής, η ακράτεια ούρων, όχι μόνο είναι συχνή, αλλά επιπλέον έχει ένα όχι αμελητέο κόστος για τον ασθενή, της τάξης των 210 ευρώ ετησίως μετά την επέμβαση (έως 283 ευρώ το πρώτο έτος) για αγορά απορροφητικών πάμπερ. Το ποσοστό ακράτειας για όσους έχουν κάνει προστατεκτομή, φθάνει το 40% το δεύτερο έτος μετά την επέμβαση (σχεδόν οι μισοί ασθενείς).
Μια τέταρτη διεθνής μελέτη, που αφορούσε περίπου 7.200 άνδρες από την Ευρώπη και τις ΗΠΑ, η οποία παρουσιάστηκε επίσης στο ουρολογικό συνέδριο της Μαδρίτης, με επικεφαλής τον δρ. Μάλτε Ρίκεν του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου της Βασιλείας στην Ελβετία, διαπίστωσε ότι όσοι καπνίζουν και όσοι το έχουν κόψει σχετικά πρόσφατα, αντιμετωπίζουν υπερδιπλάσιο κίνδυνο να επανεμφανιστεί ο καρκίνος του προστάτη μετά την χειρουργική επέμβαση.
Μόνο αν είχαν περάσει δέκα χρόνια μετά το κόψιμο του τσιγάρου, ο κίνδυνος επανεμφάνισης του καρκίνου μειωνόταν σημαντικά. Όπως είπαν οι ερευνητές, η έρευνα επιβεβαιώνει αυτό που έχει δειχτεί και σε άλλες μορφές καρκίνου: ότι το κάπνισμα αυξάνει τον κίνδυνο υποτροπής της νόσου μετά την αρχική θεραπεία.
Ο καρκίνος του προστάτη είναι από τις πιο συχνές μορφές καρκίνου στους άνδρες, με περίπου 360.000 νέα περιστατικά στην Ευρώπη και πάνω από 92.000 θανάτους κάθε χρόνο, σχεδόν τόσο συχνός όσο ο καρκίνος του μαστού στις γυναίκες. Περίπου το 30% των ασθενών που κάνουν ριζική προστατεκτομή, εμφανίζουν εκ νέου ίχνη καρκίνου μέσα στην επόμενη δεκαετία.