«Καμπανάκι» κινδύνου για τα χαρακτηριστικά της μετάλλαξης Delta του κορονοϊού έκρουσε ο καθηγητής Μικροβιολογίας της Ιατρικής Σχολής του ΕΚΠΑ Αθανάσιος Τσακρής, το βράδυ της Δευτέρας, λίγη ώρα μετά τις ανακοινώσεις ΕΟΔΥ για την επιβεβαίωση περισσότερων των 400 νέων κρουσμάτων με το ινδικό στέλεχος.
Μιλώντας στον ΣΚΑΪ, το μέλος της Επιτροπής των Εμπειρογνωμόνων του Υπουργείου Υγείας είπε πως η διασπορά της συγκεκριμένης παραλλαγής σχετίζεται μεν με αυξημένη μεταδοτικότητα, αλλά υπό μελέτη βρίσκεται και το αν ο ιός έχει γίνει πιο παθογόνος ή όχι.
«Η πρώτη απλή ανάγνωση δείχνει σαν να είναι λιγότερο παθογόνος, γιατί έχουμε πολύ περισσότερα κρούσματα σε νέους και πολύ περισσότερους εμβολιασμένους», ανέφερε αρχικά ο καθηγητής. Όμως, «θα πρέπει να γίνει πολύ πιο προσεκτική ανάγνωση των δεδομένων που έχουμε, να συγκρίνουμε ίδιες ηλικίες, άτομα που ανήκουν στο ίδιο φύλο, με ίδια υποκείμενα νοσήματα, να δούμε πώς συμπεριφέρθηκαν στο πρώτο επιδημικό κύμα, πώς στο δεύτερο, στο τρίτο κ.ο.κ.», προκειμένου να διαπιστωθεί τυχόν μεταβολή στη παθογονικότητα, στην «ικανότητα του ιού να σκοτώνει τον ξενιστή», εξήγησε.
«Για παράδειγμα, δεδομένα που έρχονται από τον Καναδά δείχνουν ότι η παθογονικότητα του ιού έχει αυξηθεί», είπε ο κ. Τσακρής, ενώ πρόσθεσε πως υπάρχουν ενδείξεις για αυξημένο ιικό φορτίο στα κρούσματα με τη Delta, «μεγαλύτερο από τις προηγούμενες μεταλλάξεις που είχαν επικρατήσει». Και φαίνεται πως αυτό «τελικά να είναι ένας παράγοντας που μάλλον αυξάνει κι όχι μειώνει την ικανότητα του ιού να προκαλεί σοβαρή λοίμωξη».
Σύμφωνα με τον ίδιο, ωστόσο, εάν εμβολιαστεί ένα μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού, ακόμα και αν είναι πιο παθογόνος ο ιός, δε θα δούμε πολύ σοβαρές λοιμώξεις, καθώς οι ευάλωτοι θα είναι θωρακισμένοι.
Ο κ. Τσακρής εξέφρασε επιφυλάξεις, τέλος, για τις εκτιμήσεις συναδέλφων του ότι το τέλος της πανδημίας θα έρθει μέσα στην επόμενη χρονιά, λέγοντας πως προϋπόθεση για κάτι τέτοιο είναι το να μην «έχουμε άλλες δυσάρεστες εκπλήξεις», όπως θα ήταν οι «πιο μεταδοτικές μεταλλάξεις».
Οι κορονοϊοί, κατέληξε, είναι ιοί που δύσκολα μπορούν να περιοριστούν, γι’αυτό κι ο ίδιος προσεγγίζει το ζήτημα του εμβολιασμού με όρους δημόσιας υγείας και όχι ιολογικούς, όπως είπε.