Η παχυσαρκία επιβαρύνει την βρετανική οικονομία περισσότερο από την ένοπλη βία, τον πόλεμο και την τρομοκρατία κοστίζοντας στη χώρα σχεδόν 58,6 δισ. ευρώ τον χρόνο, όπως διαπιστώνει έκθεση, την οποία επικαλείται σήμερα η εφημερίδα Guardian.
Η έρευνα, την οποία συνέταξε η εταιρεία McKinsey & Company, αποκαλύπτει ότι η παχυσαρκία είναι η δεύτερη μεγαλύτερη πληγή για την βρετανική οικονομία μετά το κάπνισμα, προκαλώντας ετήσια ζημία ίση με το 3% του ΑΕΠ.
Περισσότεροι από 2,1 δισεκατομμύρια άνθρωποι στον κόσμο, ή σχεδόν το 30% του παγκόσμιου πληθυσμού–είναι υπέρβαροι ή παχύσαρκοι κι ο αριθμός αυτός αναμένεται να αυξηθεί φθάνοντας σχεδόν στον μισό ενήλικο πληθυσμό ως το 2030, σύμφωνα με το ινστιτούτο McKinsey Global Institute (MGI), ερευνητικό βραχίονα της ομώνυμης εταιρείας, ο οποίος συνέταξε την έκθεση.
Όπως επισημαίνει η δρ Άλισον Τέντστοουν, επικεφαλής διατροφολόγος της Public Health England (PHE), μίας υπηρεσίας του υπουργείου Υγείας, «σήμερα το 25% του έθνους είναι παχύσαρκο και το 37% υπέρβαρο. Αν μειώσουμε τα ποσοστά της παχυσαρκίας στα επίπεδα του 1993, όταν το 15% του πληθυσμού ήταν παχύσαρκο, θα αποφύγουμε πέντε εκατομμύρια κρούσματα ασθενειών και θα εξοικονομήσουμε μόνο για το ΕΣΥ επιπλέον 1,5 δισεκατομμύρια ευρώ μέχρι το 2034».
Στην έκθεσή της η εταιρεία κάνει έκκληση για μία συντονισμένη αντίδραση από τις κυβερνήσεις, το λιανεμπόριο, τους επιχειρηματίες που ασχολούνται με την εστίαση και τις βιομηχανίες τροφίμων και ποτών για να αντιμετωπίσουν αυτό που χαρακτηρίζει «παγκόσμια κρίση παχυσαρκίας».
Μία σειρά από 44 παρεμβάσεις θα μπορούσαν να βοηθήσουν το 20% των παχύσαρκων ή υπέρβαρων ανθρώπων στη Βρετανία να επανέλθουν στο φυσιολογικό τους βάρος εντός πέντε με δέκα ετών, αναφέρει η έκθεση.
Με αυτό τον τρόπο η χώρα θα εξοικονομούσε περίπου 19,9 δισ. ευρώ ετησίως, περιλαμβανομένων σχεδόν 956 εκατομμυρίων ευρώ για το ΕΣΥ, σύμφωνα με την έρευνα.
Η έκθεση υποστηρίζει ότι «η παχυσαρκία είναι ένα σημαντικό παγκόσμιο πρόβλημα που προκαλείται από πολλαπλούς παράγοντες. Σήμερα η παχυσαρκία συναγωνίζεται τις ένοπλες συγκρούσεις και το κάπνισμα σε ό,τι αφορά τον μεγαλύτερο αντίκτυπο στην παγκόσμια οικονομία από αιτία οφειλόμενη στον άνθρωπο».
«Ο αντίκτυπος που έχει παγκοσμίως η παχυσαρκία αυξάνεται. Τα στοιχεία υποδηλώνουν ότι ο οικονομικός και κοινωνικός αντίκτυπος της παχυσαρκίας είναι βαθύς και διαρκείας» αναφέρει η έκθεση.
Η έκθεση διαπιστώνει ότι ο οικονομικός αντίκτυπος από το κάπνισμα στη Βρετανία ήταν 71,3 δισ. ευρώ το 2012 ή 3,6% του ΑΕΠ, ενώ ο αντίστοιχος ετήσιος από την ένοπλη βία, τον πόλεμο και την τρομοκρατία ήταν 53,7 δισ. ευρώ ή 2,5% του ΑΕΠ.
Επιπλέον, η έκθεση επισημαίνει μεταξύ άλλων ότι οι επενδύσεις από πλευράς της κυβέρνησης στην πρόληψη της παχυσαρκίας υπήρξαν «σχετικά περιορισμένες δεδομένης της βαρύτητας του προβλήματος».
Η Βρετανία δαπανά κάθε χρόνο λιγότερο από 798 εκατομμύρια ευρώ σε προγράμματα πρόληψης της παχυσαρκίας, ποσό που αντιπροσωπεύει σχεδόν το 1% της κοινωνικής της πολιτικής, διαπιστώνει η έκθεση.
Ωστόσο, η χώρα δαπανά κάθε χρόνο περίπου 7,5 δισεκατομμύρια ευρώ σε ιατρικές δαπάνες για παθήσεις που συνδέονται με την παχυσαρκία και άλλα 12,5 δισεκατομμύρια ευρώ για τον διαβήτη.
Ταυτόχρονα, το κόστος της παχυσαρκίας και του διαβήτη για το ΕΣΥ είναι ανάλογο με τον προϋπολογισμό για την αστυνομία, την πυροσβεστική, τα δικαστήρια και τις φυλακές μαζί.
Ο σημερινός ρυθμός αύξησης παχύσαρκων και υπέρβαρων ατόμων υποδηλώνει ότι το κόστος για το ΕΣΥ ενδεχομένως να αυξηθεί από περίπου 7,5 με 10 δισεκατομμύρια ευρώ το 2015 σε 12,5 με 15 το 2030, διαπιστώνει η έρευνα.
Οι προτεινόμενες παρεμβάσεις για τη μείωση του κόστους της παχυσαρκίας περιλαμβάνουν τον έλεγχο των μερίδων στα συσκευασμένα τρόφιμα που παραδίδουν οι αλυσίδες εστιατορίων φαστ φουντ, η επένδυση στην εκπαίδευση των γονέων, η εισαγωγή υγιεινών γευμάτων στα σχολεία και στους εργασιακούς χώρους, η αλλαγή του σχολικού προγράμματος ώστε να περιλαμβάνει περισσότερες ώρες σωματικής άσκησης και η δημιουργία περισσότερων ποδηλατοδρόμων ώστε να ενθαρρύνονται οι σωματικές δραστηριότητες.