Μια νέα μεγάλη αμερικανική επιστημονική έρευνα έρχεται να αμφισβητήσει το δόγμα ότι το φαγητό, πριν τις εξετάσεις για χοληστερίνη, μπορεί να αλλοιώσει τα αποτελέσματα και να δείξει ότι η νηστεία είναι πιθανώς περιττή.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον αναπληρωτή καθηγητή ιατρικής Σριπάλ Μπάνγκαλόρ της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης, που έκαναν τη δημοσίευση στο αμερικανικό καρδιολογικό περιοδικό «Circulation», σύμφωνα με τους «Times» της Νέας Υόρκη», ανέλυσαν στοιχεία για πάνω από 16.000 άνδρες και γυναίκες, που είχαν κάνει εξετάσεις αίματος για έλεγχο λιπιδίων. Από αυτούς, περίπου οι 10.000 είχαν νηστέψει για πάνω από οκτώ ώρες, ενώ οι υπόλοιποι για λιγότερες ώρες ή καθόλου.
Οι ερευνητές παρακολούθησαν τα άτομα αυτά επί 14 χρόνια κατά μέσο όρο για να δουν κατά πόσο η νηστεία πριν το τεστ βοηθούσε στην καλύτερη πρόγνωση του κινδύνου για καρδιοπάθεια και πρόωρο θάνατο, σε σχέση με τη μη νηστεία.
Τα υψηλότερα επίπεδα κακής χοληστερόλης (LDL), ολικής χοληστερόλης και τριγλυκεριδίων όντως σχετίζονταν, όπως αναμενόταν, με υψηλότερο καρδιαγγειακό κίνδυνο. Όμως, μέσα σε αυτό το διάστημα των 14 ετών, δεν υπήρχε καμία διαφορά μεταξύ όσων νήστευαν κανονικά πριν το τεστ αίματος και όσων δεν το έκαναν. Με άλλα λόγια, σύμφωνα με τους ερευνητές, το να ακολουθεί κανείς τη σύσταση για νηστεία πριν το τεστ, στην πράξη δεν έχει καμία ανώτερη προγνωστική αξία.
«Δεν υπάρχουν αξιόπιστα στοιχεία που να υποστηρίζουν την χρησιμότητα της νηστείας. Μία διαγνωστική εξέταση, πριν από την οποία δεν έχει προηγηθεί νηστεία, τελικά έχει την ίδια διαγνωστική αξία με ένα τεστ μετά από νηστεία», δήλωσε ο Σριπάλ Μπάνγκαλορ. Έτσι, οι ερευνητές προτείνουν ότι οι συστάσεις που ισχύουν διεθνώς περί νηστείας πριν τις αιματολογικές εξετάσεις για λιπίδια – χοληστερίνη, πρέπει να αναθεωρηθεί.