Ένα φθηνό φορητό τεστ, που βασίζεται σε ένα τσιπ και κάνει διάγνωση του παιδικού δαιβήτη (τύπου 1) ανέπτυξαν αμερικανοί επιστήμονες, που όπως φαίνεται θα βελτιώσει σημαντικά στο μέλλον την αντιμετώπιση της πάθησης.
Οι επιστήμονες της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Στάνφορντ της Καλιφόρνια, με επικεφαλής τον επίκουρο καθηγητή παιδιατρικής ενδοκρινολογίας Μπράιαν Φέλντμαν, που έκαναν τη δημοσίευση στο ιατρικό περιοδικό «Nature Medicine», κατέθεσαν ήδη αίτηση στην αρμόδια εποπτική Αρχή των ΗΠΑ, την Υπηρεσία Τροφίμων και Φαρμάκων (FDΑ), για άδεια κυκλοφορίας της εφεύρεσής τους, καθώς επίσης αίτηση για τη σχετική εμπορική πατέντα, καθώς σχεδιάζουν να ιδρύσουν μια εταιρεία που θα προωθήσει τη συσκευή στη διεθνή αγορά.
«Με το νέο τεστ όχι μόνο θα μπορούμε να διαγνώσουμε τον διαβήτη πιο αποτελεσματικά και πιο πλατιά, αλλά επίσης θα κατανοήσουμε καλύτερα τη νόσο και το πώς οι νέες θεραπείες της επηρεάζουν το σώμα», δήλωσε ο Μπράιαν Φέλντμαν.
Το τεστ-τσιπ διακρίνει ανάμεσα στις δύο βασικές μορφές του σακχαρώδους διαβήτη (1 και 2), οι οποίες χαρακτηρίζονται και οι δύο από υψηλά επίπεδα σακχάρου στο αίμα, αλλά έχουν διαφορετικές αιτίες και θεραπείες. Μέχρι σήμερα, η διάκριση ανάμεσα στον διαβήτη τύπου 1 και τύπου 2 βασίζεται σε ένα αργό και ακριβό τεστ.
Πρόσφατες έρευνες έχουν δείξει ότι η έγκαιρη και επιθετική θεραπεία του διαβήτη τύπου 1 βελτιώνει την μακροπρόθεσμη πρόγνωση των ασθενών. Πριν από δεκαετίες, ο διαβήτης τύπου 1 διαγιγνωσκόταν σχεδόν αποκλειστικά στα παιδιά και ο τύπου 2 σχεδόν πάντα σε μεσήλικες και υπέρβαρους ενήλικες.
Σήμερα όμως πια, εξαιτίας της επιδεινούμενης επιδημίας παιδικής παχυσαρκίας παγκοσμίως, περίπου το ένα τέταρτο των παιδιών που διαγιγνώσκονται με διαβήτη, έχουν τον τύπου 2. Ενώ, από την άλλη, ένας αυξανόμενος αριθμός ενηλίκων -για λόγους που δεν είναι ξεκάθαροι- εμφανίζουν διαβήτη τύπου 1, με συνέπεια να έχει γίνει πλέον πιο δυσδιάκριτο το σύνορο ανάμεσα στις δύο μορφές διαβήτη και έτσι να καθίσταται αναγκαία μια καλύτερη διαγνωστική εξέταση.
Ο διαβήτης τύπου 1 είναι μια αυτοάνοση πάθηση κατά την οποία το ανοσοποιητικό σύστημα του ασθενούς επιτίθεται στον ίδιο τον οργανισμό που πρέπει να προστατεύσει, με αποτέλεσμα το σώμα του ασθενούς να σταματά να παράγει επαρκή ινσουλίνη, την ορμόνη που παίζει ρόλο – κλειδί στην ρύθμιση (επεξεργασία) του σακχάρου στο αίμα. Τα αντισώματα του ασθενούς, τα οποία καταστρέφουν τα κύτταρα που παράγουν ινσουλίνη στο πάγκρεας, ανιχνεύονται στο σώμα όσων έχουν διαβήτη τύπου 1, αλλά όχι τύπου 2 και, γι’ αυτό, αποτελούν τον βασικό δείκτη διαφορικής διάγνωσης του «παιδικού» διαβήτη.
Όμως τα παραδοσιακά τεστ κοστίζουν πολύ, χρησιμοποιούν ραδιενεργά υλικά, χρειάζονται αρκετές ημέρες και μπορούν να γίνουν μόνο από εξειδικευμένο ιατρικό προσωπικό. Αντίθετα, το νέο τεστ – τσιπ δεν χρησιμοποιεί ραδιενέργεια, κάνει τη διάγνωση μέσα σε λίγα λεπτά, απαιτεί ελάχιστη ιατρική εκπαίδευση και κοστίζει πολύ λίγο (όχι πάνω από 20 δολάρια για την παραγωγή του).
Χρειάζεται, επίσης, πολύ λιγότερη ποσότητα αίματος σε σχέση με το υπάρχον τεστ και η λήψη του δείγματος μπορεί να γίνει με ένα απλό τρύπημα του δαχτύλου. Η ανίχνευση των αντισωμάτων από το τσιπ γίνεται με μια ειδική μέθοδο φθορισμού πάνω σε μια γυάλινη επιφάνεια επιστρωμένη με νανοσωματίδια χρυσού.
Εκτός από τους νέους διαβητικούς, το νέο τεστ μπορεί να ωφελήσει όσους κινδυνεύουν να εμφανίσουν μελλοντικά διαβήτη τύπου 1, όπως τους στενούς συγγενείς των ασθενών, καθώς οι γιατροί θα μπορούν πλέον, εύκολα και γρήγορα, να ανιχνεύουν το επίπεδο των σχετικών αντισωμάτων, προτού καν εμφανιστούν συμπτώματα της νόσου. Επίσης, λόγω του χαμηλού κόστους του, το τεστ θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί γενικότερα στον πρώτο ευρύ έλεγχο του πληθυσμού για διαβήτη.
«Τα αντισώματα αποτελούν μια πραγματική κρυστάλλινη σφαίρα. Ακόμη και αν κανείς δεν έχει ήδη διαβήτη, αν διαθέτει στο αίμα του ένα αντίσωμα σχετικό με τον διαβήτη, αντιμετωπίζει σημαντικό κίνδυνο. Αν τα αντισώματα είναι πολλά, ο κίνδυνος ξεπερνά το 90%», δήλωσε ο Μπράιαν Φέλντμαν.