Το «μικρά, συχνά γεύματα» πιθανόν να είναι η αγαπημένη φράση των διαιτολόγων. Για ποιο λόγο όμως επιμένουν τόσο σε αυτή τη συμβουλή;
Επιδημιολογικές μελέτες έχουν δείξει ότι τα άτομα που καταναλώνουν περισσότερα και μικρότερα γεύματα κατά τη διάρκεια της μέρας, τείνουν να έχουν χαμηλότερο βάρος και φυσιολογικά επίπεδα μεταβολικών δεικτών.
Επιπλέον, έχει βρεθεί ότι μετά από μείωση του σωματικού βάρους, τα άτομα που διατηρούν την απώλεια τείνουν να καταναλώνουν συχνότερα γεύματα (3 κυρίως γεύματα και 2 ενδιάμεσα σνακ), σε σχέση με όσους επαναπροσλαμβάνουν το βάρος. Φαίνεται λοιπόν πως τα διατροφικά πρότυπα που χαρακτηρίζονται από αυξημένη συχνότητα μικρότερων γευμάτων μέσα στη μέρα, πιθανό να σχετίζονται με καλύτερη διαχείριση του βάρους, τόσο κατά τη διάρκεια της απώλειας όσο και της διατήρησής του.
Γενικά η κατανάλωση μικρότερων και συχνότερων γευμάτων φαίνεται ότι σχετίζεται με καλύτερο γλυκαιμικό έλεγχο και συγκεκριμένα με πιο αργή αύξηση των επιπέδων γλυκόζης στο αίμα μεταγευματικά και χαμηλότερη έκκριση ινσουλίνης, γεγονός που σχετίζεται με βελτιωμένη ινσουλινοευαισθησία. Επιπλέον, η αυξημένη συχνότητα γευμάτων μέσα στη μέρα συμβάλλει και στην καλύτερη διαχείριση του αισθήματος της πείνας και του κορεσμού, κάτι το οποίο προστατεύει από το άσκοπο «τσιμπολόγημα» και την υπερκατανάλωση φαγητού και θερμίδων σε ένα γεύμα λόγω παρατεταμένης νηστείας.
Βέβαια είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι παίζει ρόλο και η ποιότητα των γευμάτων, καθώς αυτό που καθορίζει τελικά την πορεία του βάρους είναι το ενεργειακό ισοζύγιο, η σχέση δηλαδή των θερμίδων που προσλαμβάνουμε κι εκείνων που καταναλώνουμε. Επομένως όταν μιλάμε για μικρά και συχνά γεύματα, εννοούμε παράλληλα υγιεινά και ισορροπημένα, ώστε να επιτυγχάνουμε το κατάλληλο ενεργειακό ισοζύγιο ανάλογα με το στόχο απώλειας ή διατήρησης του βάρους μας.
Πηγή: neadiatrofis.gr