Για πρώτη φορά έρευνα έδειξε ότι η ορμονική θεραπεία (μείωση ανδρογόνων) των ανδρών με καρκίνο του προστάτη μειώνει την πιθανότητα να μολυνθούν από τον κορονοϊό και, αν μολυνθούν, η νόσος είναι λιγότερο σοβαρή.
Η έρευνα, με επικεφαλής τον καθηγητή Αντρέα Αλιμόντι του Πανεπιστημίου της Ιταλικής Ελβετίας, η οποία δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Annals of Oncology» της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Ιατρικής Ογκολογίας, αφορούσε 4.532 άνδρες από την περιοχή Βένετο της Ιταλίας, από τους οποίους οι 430 (το 9,5%) είχαν COVID-19 και οι 118 (το 2,6%) καρκίνο του προστάτη.
Διαπιστώθηκε ότι οι άνδρες καρκινοπαθείς είχαν σχεδόν διπλάσιο κίνδυνο μόλυνσης από τον κορονοϊό σε σχέση με τον γενικό ανδρικό πληθυσμό και επίσης εμφάνιζαν σοβαρότερα συμπτώματα σε σχέση με τους υπόλοιπους άνδρες ασθενείς με COVID-19.
Όμως, όσοι άνδρες καρκινοπαθείς έκαναν θεραπεία στέρησης ανδρογόνων (τεστοστερόνης), είχαν μικρότερο κίνδυνο λοίμωξης από COVID-19. Από τους συνολικά 5.273 άνδρες που έκαναν τέτοια θεραπεία στην περιοχή του Βένετο, μόνο τέσσερις αρρώστησαν με κορονοϊό και κανείς δεν πέθανε.
«Οι ασθενείς με καρκίνο του προστάτη που έκαναν ορμονική θεραπεία στέρησης ανδρογόνων είχαν σημαντική μείωση κατά τέσσερις φορές του κινδύνου λοίμωξης από COVID-19, σε σχέση με όσους δεν έκαναν τέτοια θεραπεία. Η μείωση του κινδύνου ήταν ακόμη μεγαλύτερη, πάνω από πέντε φορές, σε σχέση με όσους είχαν άλλου είδους καρκίνους και δεν έκαναν θεραπεία μείωσης των ανδρογόνων», ανέφερε ο δρ Αλιμόντι.
Οι ερευνητές πιστεύουν ότι ακόμη κι αν ένας άνδρας δεν έχει καρκίνο του προστάτη, εφόσον κινδυνεύει από COVID-19, θα μπορούσε να κάνει θεραπεία στέρησης ανδρογόνων για ένα περιορισμένο χρονικό διάστημα (έως έναν μήνα προς αποφυγή παρενεργειών), ώστε να μειώσει τον κίνδυνο λοίμωξης ή τη σοβαρότητα των συμπτωμάτων του. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, τόνισαν πως χρειάζεται επιβεβαίωση των ευρημάτων και από άλλες μελέτες.
Ο ρόλος των αντιπηκτικών
Η θεραπεία με αντιπηκτικά φάρμακα που αραιώνουν το αίμα και μειώνουν τον κίνδυνο θρόμβωσης, βελτίωσε τις πιθανότητες επιβίωσης σε ασθενείς με σοβαρή COVID-19, εντός και εκτός των Μονάδων Εντατικής Θεραπείας (ΜΕΘ), σύμφωνα με μία νέα αμερικανική επιστημονική μελέτη.
Η μελέτη, με επικεφαλής τον καρδιολόγο δρα Βαλεντίν Φούστερ της Ιατρικής Σχολής και του Νοσοκομείου Mount Sinai, η οποία δημοσιεύθηκε στο περιοδικό του Αμερικανικού Κολλεγίου Καρδιολογίας (Journal of American College of Cardiology), αφορούσε 2.773 ασθενείς με COVID-19, που είχαν γίνει δεκτοί σε πέντε νοσοκομεία της Νέας Υόρκης. Από αυτούς, οι 786 (το 28%) έλαβαν αντιπηκτικά σε υψηλότερη δόση της συνήθους.
Διαπιστώθηκε ότι πέθανε το 63% των διασωληνωμένων ασθενών που δεν είχαν πάρει αντιπηκτικά, έναντι ποσοστού 29% μεταξύ όσων είχαν κάνει την αντιπηκτική αγωγή.
Επίσης, από τους διασωληνωμένους σε ΜΕΘ ασθενείς που τελικά απεβίωσαν, όσοι είχαν πάρει αντιπηκτικά,πέθαναν μετά από 21 μέρες, ενώ όσοι δεν είχαν πάρει, μετά από μόνο εννέα μέρες. Αυξημένη πιθανότητα επιβίωσης είχαν και οι ασθενείς εκτός ΜΕΘ που είχαν πάρει αντιπηκτικά.
«Η έρευνα δείχνει ότι τα αντιπηκτικά που λαμβάνονται από το στόμα, υποδόρια ή ενδοφλέβια, μπορούν να παίξουν σημαντικό ρόλο στη φροντίδα των ασθενών με COVID-19. Αυτά τα φάρμακα μπορούν να προλάβουν πιθανώς θανατηφόρα περιστατικά που σχετίζονται με τον κορονοϊό, όπως έμφραγμα, εγκεφαλικό και πνευμονική εμβολή», δήλωσε ο δρ Φούστερ.
«Η χρήση αντιπηκτικών πρέπει να εξετάζεται, όταν ένας ασθενής γίνεται δεκτός στα επείγοντα και βγαίνει θετικός στην COVID-19, ώστε να βελτιωθεί η έκβασή του. Όμως, κάθε περίπτωση πρέπει να αξιολογείται ατομικά, όσον αφορά τον πιθανό κίνδυνο αιμορραγίας», πρόσθεσε. Η μελέτη αποτελεί πηγή αισιοδοξίας, καθώς ένας μεγάλος αριθμός ασθενών με COVID-19 εμφανίζει στο νοσοκομείο απειλητικές για τη ζωή του θρομβώσεις.