Με παραδείγματα επιχείρησε ο λοιμωξιολόγος Σωτήρης Τσιόδρας να εξηγήσει με ποιο τρόπο αξιολογούνται οι επαφές των ανθρώπων που έχουν βρεθεί θετικοί στον κορονοϊό και πώς διαχωρίζονται σε υψηλού και χαμηλού κινδύνου.
Όπως δήλωσε κατά την ενημέρωση στο υπουργείο Υγείας, αναφερόμενος στο τρίτο επιβεβαιωμένο κρούσμα του κορονοϊού, μία γυναίκα στην Αθήνα, ιχνηλατούνται οι επαφές της ώστε να εντοπιστούν όλοι οι άνθρωποι που ήρθαν σε επαφή μαζί της κατά και μετά την επιστροφή της από την Ιταλία.
«Όταν κάνουμε ιχνηλάτηση επαφών μιλάμε για τις λεγόμενες υψηλού κινδύνου επαφές. Για παράδειγμα, όποιος έχει κάτσει σε ένα δωμάτιο για πάνω από 15 λεπτά και έχει έρθει σε πολύ κοντινή επαφή με κάποιον που έχει διαγνωστεί με τη νόσο, έχει κάνει χειραψία, αγκαλιά, μια πολύ στενή επαφή, αυτοί θεωρούνται στενές επαφές και υψηλού κινδύνου επαφές. Σε αυτούς τους ανθρώπους έχει απόλυτη σημασία να περιορίζονται για 14 ημέρες, να παρακολουθούν την υγεία τους κι αν εμφανίσουν συμπτώματα να ειδοποιούν τις αρχές. Είναι σημαντικό να περιορίζονται κατ’ οίκον».
Άλλο παράδειγμα που έδωσε ο κ. Τσιόδρας είναι κάποιος που βρίσκεται σε ένα πούλμαν και είναι με τον οδηγό για πάνω από μία ώρα, σε απόσταση μεγαλύτερη των δύο μέτρων. «Ακόμα κι αυτός, αυτή τη στιγμή, θεωρείται υψηλού κινδύνου επαφή. Παίρνω ένα προληπτικό μέτρο παραπάνω» εξήγησε.
«Όμως η γυναίκα του, τα παιδιά του, η οικογένειά του δεν έχουν κανένα κίνδυνο, συνεχίζουν τη ζωή τους κανονικά, είναι οι “καθόλου επαφές” και μόνο αν εμφανίσουν συμπτώματα απομονώνονται» πρόσθεσε.
«Είναι τα πλαίσια της δράσης, της ενεργητικής επιτήρησης των συμπτωμάτων της νόσου ώστε να λαμβάνονται τα κατάλληλα μέτρα» κατέληξε ο κ. Τσιόδρας, σημειώνοντας πως ο διαχωρισμός σε επαφές υψηλού και χαμηλού κινδύνου γίνεται με βάση έναν αλγόριθμο που έχει το υπουργείο και ο Εθνικός Οργανισμός Δημόσιας Υγείας.