Παιδιά γονέων οι οποίοι διαγνώστηκαν με καρκίνο σε μεγάλη ηλικία αντιμετωπίζουν αυξημένο κίνδυνο για καρκίνο ορισμένων ειδών, υποδεικνύει νέα έρευνα.
Ήταν γνωστό ότι παιδιά γονέων που διαγνώστηκαν με καρκίνο σε νεαρότερη ηλικία αντιμετωπίζουν αυξημένο κίνδυνο για καρκίνο, αλλά δεν ήταν σαφές αν υπήρχε επίσης κληρονομικός κίνδυνος στα παιδιά των οποίων οι γονείς διαγνώστηκαν με καρκίνο σε μεγάλη ηλικία.
Η έρευνα, που δημοσιεύεται στο περιοδικό «BMJ», σημειώνει ότι ερευνητές ανέλυσαν Σουηδικά στοιχεία σχεδόν 8 εκατ. ανθρώπων και των γονέων τους. Ο υψηλότερος κίνδυνος για καρκίνο στα παιδιά ήταν μεταξύ αυτών των οποίων οι γονείς διαγνώστηκαν με καρκίνο σε μικρότερες ηλικίες.
Ο κίνδυνος ίδιου είδους καρκίνου σε παιδιά ωστόσο ήταν επίσης σημαντικά υψηλότερος σε αυτούς των οποίων οι γονείς διαγνώστηκαν στην ηλικία των 80 ετών και άνω.
Οι αυξημένοι κίνδυνοι σε όλα τα παιδιά ήταν 1,6% για λέμφωμα μη Hodgkin, 2,8% για καρκίνο κύστης, 3,5% για καρκίνο δέρματος, 4,6% για μελάνωμα, 5% για καρκίνο πνεύμονα, 6,4% για καρκίνο παχέος εντέρου, 8,8% για καρκίνο μαστού και 30,1% για καρκίνο προστάτη.
Οι ερευνητές ανακάλυψαν επίσης ότι μεταξύ 35% και 81% όλων των καρκίνων σε γονείς συνέβησαν όταν ήταν μεγαλύτεροι από 69 ετών. 35% για μελάνωμα, 41% για καρκίνο στο μαστό, 54% για λέμφωμα μη Hodgkin, 56% για καρκίνο στον πνεύμονα, 59% για καρκίνο παχέος εντέρου, 62% για καρκίνο κύστης, 75% για καρκίνο προστάτη και 81% για καρκίνο δέρματος.
Μη γενετικοί παράγοντες δεν θα μπορούσαν να εξηγήσουν τον αυξημένο κίνδυνο καρκίνου στα παιδιά γονέων που είχαν διαγνωστεί με καρκίνο.
Αυτό σημαίνει ότι οικογενειακοί κίνδυνοι για καρκίνο οφείλονται σε μεγάλο βαθμό σε γενετικούς παράγοντες, καταλήγουν οι ερευνητές.
Η γνώση ότι αντιμετωπίζουν αυξημένο κίνδυνο για συγκεκριμένο είδος καρκίνου θα μπορούσε να βοηθήσει τα παιδιά να αποφύγουν γνωστούς τροποποιήσιμους παράγοντες κινδύνου για καρκίνο, σύμφωνα με τους ερευνητές.
Αν και η έρευνα ανακάλυψε σχέση μεταξύ γονέων μεγαλύτερης ηλικίας με καρκίνο και υψηλότερου κινδύνου για τα παιδιά τους, δεν απέδειξε αιτιατή σχέση.
Πηγή: iatronet.gr