Βρισκόμαστε στην «καρδιά» της οικονομικής κρίσης, αλλά η δική μας καρδιά δείχνει να δοκιμάζεται. Αυτό σημείωσαν, μεταξύ άλλων, σήμερα οι καρδιολόγοι, με αφορμή το 27ο Διεθνές Συνέδριο Κλινικής Καρδιολογίας, που διοργανώνεται από το Ελληνικό Ίδρυμα Καρδιολογίας, από 19 έως 21 Απριλίου στην Αθήνα.
Ο καρδιολόγος Δημήτρης Ρίχτερ παρουσίασε ενδιαφέροντα στοιχεία σχετικά με την επίπτωση της οικονομικής κρίσης στα καρδιαγγειακά νοσήματα. Σύμφωνα με αυτά τα στοιχεία, σε όλες τις χώρες σε οικονομική κρίση επιδεινώνεται η ποιότητα διατροφής και αυτό σε συνδυασμό με το αυξημένο άγχος/ κατάθλιψη και τα αυξημένα ποσοστά καπνίσματος οδηγεί σε αυξημένη καρδιαγγειακή θνησιμότητα. «Δεν έχουμε ακόμη στατιστικά για την Ελλάδα, αλλά δεν προβλέπεται να είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντικά» είπε κ. Ρίχτερ και ανέφερε ότι έχει καταγραφεί σε όλες τις χώρες που βρέθηκαν σε οικονομική κρίση, σημαντική αύξηση των καρδιαγγειακών νοσημάτων.
Η οικονομική κρίση στις ΗΠΑ το 1929-1937 οδήγησε σε 20% αύξηση των θανάτων από στεφανιαία νόσο, και στη Ρωσία την εποχή του μετακομμουνισμού και των ιδιωτικοποιήσεων, για κάθε ιδιωτικοποίηση οι άντρες της περιοχής εκείνης εμφάνιζαν αύξηση θνησιμότητας τα επόμενα δύο χρόνια κατά 13%, κυρίως λόγω της μαζικής ανεργίας που ακολουθούσε. Τέλος, στην Αργεντινή την εποχή της μεγάλης κρίσης, η ενδονοσοκομειακή θνησιμότητα αυξήθηκε σημαντικά στα καρδιαγγειακά νοσήματα (6,9% έναντι 2,9% για το οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου και 16% έναντι 11% για την καρδιακή ανεπάρκεια), πιθανόν λόγω της σημαντικής φθοράς του κρατικού συστήματος υγείας.
Ο καθηγητής Χριστόδουλος Στεφανάδης παρουσίασε τις τελευταίες εξελίξεις στον τομέα της στεφανιαίας νόσου, τόσο στη διάγνωση όσο και στη θεραπεία με τα νέας γενιάς στεντ (stent). Συγκεκριμένα, αναφέρθηκε στα δεδομένα για ένα νέο τύπο stent που επενδύεται με τη φαρμακευτική ουσία μπεβασιζουμάμπη, η οποία αναστέλλει τη δημιουργία νεοαγγείων, που δημιουργήθηκε και εξελίχθηκε πρόσφατα στην Α′ Καρδιολογική Κλινική του Πανεπιστημίου Αθηνών με ιδιαίτερα ενθαρρυντικά αποτελέσματα. Από τις πρώτες μελέτες σε ανθρώπους που έχουν πραγματοποιηθεί κατά το τελευταίο έτος, φαίνεται ότι η ουσία αυτή έχει – όπως όλα τα νέα stent – πολύ μικρό ποσοστό επαναστένωσης (2-3%), ενώ παράλληλα μειώνει σε πολύ μεγάλο βαθμό τη δημιουργία νεοαγγείων. Με αυτό τον τρόπο διατηρεί την αθηρωματική πλάκα σταθερή και προλαμβάνει νέα εμφράγματα.
Όπως παρουσιάσθηκε στο Ευρωπαϊκό Συνέδριο Καρδιολογίας στη Γαλλία (ESC Congress, Αύγουστος 2011, Παρίσι), η πενταετής παρακολούθηση των ασθενών στους οποίους εμφυτεύθηκε αυτό το stent έδειξε ότι η χρήση τους είναι ασφαλής και ότι παρουσιάζουν ποσοστά επαναστένωσης ανάλογα με αυτά των άλλων stent, χωρίς να είναι απαραίτητη η λήψη διπλής αντιαιμοπεταλιακής αγωγής για διάστημα μεγαλύτερο των 2 ετών.