Μια νέα αμερικανική έρευνα δείχνει ότι οι γυναίκες που εργάζονται επί χρόνια σε εναλλασσόμενες βάρδιες τα βράδια, αντιμετωπίζουν αυξημένο κίνδυνο στεφανιαίας νόσου.
Ο κίνδυνος γίνεται πιο αισθητός μετά τα πέντε χρόνια εργασίας. Όταν η εναλλασσόμενη νυχτερινή απασχόληση διαρκεί πάνω από δέκα έτη τότε ο κίνδυνος καρδιοπάθειας είναι αυξημένος κατά 15% έως 18%. Από την άλλη όσο συχνότερα γίνονται αλλαγές στις νυχτερινές βάρδιες, ώστε μια εργαζόμενη να δουλεύει πιο αραιά τα βράδια, τόσο μειώνεται ο καρδιαγγειακός κίνδυνος. Επίσης, όσο περισσότερος χρόνος έχει περάσει που μια γυναίκα έχει σταματήσει να δουλεύει σε νυχτερινές βάρδιες, τόσο πιο μειωμένος είναι ο κίνδυνος γι’ αυτήν.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής την επιδημιολόγο και χρονοβιολόγο Σελίν Βέτερ της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ και του Νοσοκομείου Brigham and Women της Βοστώνης, που έκαναν τη δημοσίευση στο περιοδικό του Αμερικανικού Ιατρικού Συλλόγου JAMA, ανέλυσαν στοιχεία για περίπου 189.000 γυναίκες σε βάθος 24 ετών. Ως εναλλασσόμενη νυχτερινή βάρδια θεωρείται η εργασία (π.χ. μιας νοσοκόμας) τουλάχιστον για τρία βράδια το μήνα, πέρα από την πρωινή και απογευματινή εργασία.
Άλλοι παράγοντες κινδύνου για στεφανιαία νόσο είναι το κάπνισμα, η ανθυγιεινή διατροφή, η έλλειψη σωματικής άσκησης, η παχυσαρκία κ.α. Η απορρύθμιση του βιολογικού ρυθμού, από την άλλη, έχει συσχετισθεί με διάφορες χρόνιες παθήσεις, όπως μεταβολικές διαταραχές, καρκίνο και καρδιοπάθειες.
Οι ερευνητές επεσήμαναν ότι ο πρόσθετος κίνδυνος από τις νυχτερινές βάρδιες δεν είναι ο ίδιος για όλες τις γυναίκες, αλλά εξαρτάται από τα επιμέρους χαρακτηριστικά της καθεμιάς, όπως π.χ. το βιολογικό ρολόι της και πόσο καλά κοιμάται τα βράδια που δεν εργάζεται.