Ερευνητές από 190 χώρες, τριάντα χρόνια μετά την πρώτη διάγνωση του ιού του AIDS θα συναντηθούν την Κυριακή στη Ρώμη, ενθαρρυμένοι από τις πολύ πρόσφατες μελέτες για τη χρήση των αντιρετροϊκών φαρμάκων κατά της νόσου.
«Δε χρειάζεται μόνο να εργαζόμαστε πάνω στις θεραπείες και για τη μείωση του ρυθμού ανάπτυξης της νόσου», εκτιμά ο καθηγητής Ζαν-Μισέλ Μολινά, επικεφαλής της υπηρεσίας μολυσματικών ασθενειών στο νοσοκομείο Σεν Λουί.
«Ίσως διαθέτουμε τα εργαλεία για να ελέγξουμε την επιδημία», προσθέτει απηχώντας την αισιοδοξία που κυριαρχεί παραμονές της έναρξης της 6ης διάσκεψης της Διεθνούς Εταιρίας για το AIDS (IAS) για την παθογένεση του ιού HIV, τη θεραπεία και την πρόληψη.
Οι σχεδόν 5.000 ερευνητές και επαγγελματίες της υγείας θα έχουν την ευκαιρία από τις 17 έως τις 20 Ιουλίου να παρουσιάσουν τα θετικά αποτελέσματα από τη χρήση των αντιρετροϊκών φαρμάκων (ARV) ως εργαλείου πρόληψης.
Σύμφωνα με τις μελέτες αυτές, δύο περιπτώσεις παρουσιάζονται: είτε τα αντιρετροϊκά φάρμακα να λαμβάνονται πολύ νωρίς από ένα πρόσωπο που έχει μολυνθεί, το οποίο δεν θα μόλυνε το σύντροφό του (μια μελέτη δίνει κατά 96% μείωση του κινδύνου λοίμωξης), είτε η χρήση τους (σε τζελ ή χάπι) από ένα άτομο με ανοσία στον ιό, θα το προστάτευε από τη λοίμωξη του συντρόφου του, τόσο στα ομοφυλοφιλικά ζευγάρια όσο και στα ετεροφυλοφιλικά.
Στο επίκεντρο των ερευνητών θα είναι η στρατηγική «Test and Treat», που έχει στόχο τον έλεγχο ατόμων το νωρίτερο δυνατόν και σε περίπτωση που χρειαστεί τη χορήγηση θεραπείας αμέσως: καθώς για να εμποδίσουμε τη μετάδοση της νόσου, πρέπει να ξέρουμε ότι κάποιος έχει προσβληθεί. Στον κόσμο, μόνο το ήμισυ των 33 εκατ. οροθετικών ξέρει ότι έχει μολυνθεί.
Ο στόχος είναι σαφής: η νόσος στον ασθενή μια ημέρα να εισέλθει σε φάση ύφεσης για να μην είναι πλέον υποχρεωμένος να λαμβάνει θεραπεία.
«Όλοι οι μεγάλοι ερευνητικοί οργανισμοί έχουν θέσει στην ατζέντα τους την εκρίζωση του ιού ή αυτό που αποκαλούν “λειτουργική θεραπεία”, δηλαδή τον πλήρη έλεγχο ενός ιού, που ωστόσο θα παραμένει παρών στον οργανισμό», υπογραμμίζει ο καθηγητής Μολινά.
«Είναι ένα νέο σύνορο, ένα φάσμα έρευνας για την επόμενη δεκαετία», αποκαλύπτει ο καθηγητής Ζαν-Φρανσουά Ντελφρεσί, διευθυντής της Anrs, (της γαλλικής υπηρεσίας έρευνας για το AIDS).
Ωστόσο αρκετά ερωτήματα παραμένουν αναπάντητα.
Κατά πρώτον, πρέπει να χορηγούνται υποχρεωτικώς θεραπείες, οι οποίες να έχουν βαρύνουσες παρενέργειες, σε υγιή άτομα; Και επίσης πώς θα γίνεται η χρηματοδότηση των θεραπειών για οροθετικούς ή ασθενείς, όταν μόλις το ένα τρίτο αυτών που έχουν προσβληθεί στις φτωχές χώρες έχουν πρόσβαση σε φάρμακα που είναι γι’ αυτούς ζωτικής σημασίας;
Δεν υπάρχει τίποτε πιο δραστικό από την έγκαιρη θεραπεία σε άτομα που έχουν προσβληθεί: αυτό περιορίζει το ρυθμό εξέλιξης της νόσου, μειώνει τη θνησιμότητα και τη μετάδοση, τονίζει ο Χούλιο Μοντανέρ, πρώην πρόεδρος της IAS.
Προσθέτει πως αν δοθεί θεραπεία σε άτομα που δεν έχουν μολυνθεί αλλά κινδυνεύουν να μολυνθούν, «μειώνεται ο κίνδυνος της μετάδοσης από 40 έως 80%, σύμφωνα με τις μελέτες».
«Σε έναν κόσμο όπου οι πόροι είναι περιορισμένοι, πρέπει να δούμε με σαφήνεια πού πρέπει να εντείνουμε τις προσπάθειές μας», υπογραμμίζει, υπενθυμίζοντας τη δέσμευση της διεθνούς κοινότητας για χορήγηση θεραπειών σε 15 εκατ. οροθετικούς έως το 2015.
«Οποιαδήποτε καθυστέρηση θα στοιχίσει ζωές, επιδείνωση της νόσου και νέες λοιμώξεις. Δεν μπορούμε να διστάζουμε θέτοντας το ερώτημα για το ποια είναι η καλύτερη στρατηγική».