Την ανάγκη μακροπρόθεσμης ιατρικής παρακολούθησης όσων ανθρώπων είχαν νοσήσει με τον ιό του Έμπολα και επέζησαν της νόσου επισημαίνει έρευνα.
Στοιχεία του ιού του Έμπολα εξακολουθούσαν να υπάρχουν στο σπέρμα των 2/3 των ανδρών που μετείχαν στην έρευνα αυτή, έξι μήνες αφότου είχαν αρχικά νοσήσει και στο 1/4 των ανδρών έως και εννέα μήνες έπειτα από τότε που είχαν νοσήσει. Εξάλλου ο ιός ήταν παρών σε όλους τους άνδρες που μετείχαν στην έρευνα κατά την διάρκεια των τριών πρώτων μηνών.
Πιο συγκεκριμένα τα τεστ βγήκαν θετικά στο 100% των ανδρών (9 στους 9) μετά τους τρεις μήνες, στο 65% (26 στους 40) μεταξύ των τεσσάρων και των έξι μηνών και στο 26% (11 στους 43) μεταξύ των επτά και των εννέα μηνών, δείχνει η έρευνα αυτή, η οποία έγινε σε δείγμα συνολικά 93 ανδρών εθελοντών άνω των 18 ετών στη Σιέρα Λεόνε και τα προκαταρκτικά της αποτελέσματα δημοσιεύτηκαν χθες στην αμερικανική ιατρική επιθεώρηση New England Journal of Medicine.
Πρόκειται για την πρώτη έρευνα του είδους που καλύπτει τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα και δείχνει ότι στοιχεία του ιού μπορεί να παραμένουν για καιρό στον οργανισμό των ανθρώπων που έχουν θεραπευτεί από τη νόσο, εγκυμονώντας ενδεχομένως κινδύνους για τους συντρόφους τους, τους οποίους μπορεί να μολύνουν με τον ιό.
Τα στοιχεία που υπήρχαν από προηγούμενα ξεσπάσματα του Έμπολα έδειχναν ότι ο ιός υπήρχε στο σπέρμα για 82 ημέρες μετά την εμφάνιση των συμπτωμάτων.
«Η έρευνα αυτή (…) μας υπενθυμίζει ότι παρά το γεγονός πως ο αριθμός των κρουσμάτων του Έμπολα εξακολουθεί να μειώνεται, οι επιζώντες και οι οικογένειές τους εξακολουθούν πάντα να βρίσκονται αντιμέτωπες με τις επιπτώσεις της νόσου», σημειώνει σε ανακοίνωσή του ο Μπρους Έιλουορντ, ο οποίος είναι υπεύθυνος για την αντιμετώπιση του Έμπολα στον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ).
«Ο λόγος για τον οποίο το σπέρμα ορισμένων που μετείχαν στην έρευνα είχε καθαρίσει νωρίτερα από τα στοιχεία του ιού του Έμπολα απ’ότι άλλων παραμένει άγνωστος», επισημαίνουν οι επιστήμονες σε ανακοίνωση που εξέδωσαν σχετικά με τα αποτελέσματα της έρευνας αυτής, την οποία πραγματοποίησε το υπουργείο Υγείας της Σιέρα Λεόνε, ο ΠΟΥ και τα Αμερικανικά Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης των Ασθενειών (CDC).
Περαιτέρω τεστ στα δείγματα που ελήφθησαν γίνονται από τα Αμερικανικά Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης των Ασθενειών «για να διευκρινιστεί αν ο ιός είναι ενεργός και εν δυνάμει μολυσματικός».
Η σύσταση του ΠΟΥ είναι ότι όλοι οι άνδρες επιζήσαντες της νόσου θα πρέπει να εξετάζονται τρεις μήνες μετά την εμφάνιση των συμπτωμάτων και στη συνέχεια μηνιαίως έως ότου πληροφορηθούν ότι δεν υπάρχει ο κίνδυνος να μεταδώσουν τον ιό.
«Έως ότου το σπέρμα ενός επιζήσαντα του Έμπολα αποδειχθεί σε δύο τεστ αρνητικό, αυτός θα πρέπει να απέχει από τις σεξουαλικές επαφές όλων των ειδών ή να χρησιμοποιεί προφυλακτικά όταν έχει σεξουαλική δραστηριότητα», υπογραμμίζει ο ΠΟΥ, ο οποίος τονίζει επίσης ότι «τα χέρια πρέπει να πλένονται έπειτα από οποιαδήποτε σωματική επαφή με σπέρμα».
Μια άλλη έρευνα, της οποίας ηγήθηκε το Ιατρικό Ερευνητικό Ινστιτούτο του Αμερικανικού Στρατού και την οποία επικαλείται σήμερα το BBC, καταγράφει «την πρώτη απόδειξη σεξουαλικής μετάδοσης του ιού του Έμπολα».
Οι ερευνητές ανέλυσαν σε αυτήν τον γενετικό κώδικα του ιού στο σπέρμα ενός άνδρα και στο αίμα της συντρόφου του στη Λιβερία και η εξέταση έδειξε ότι «ήταν συμβατό με μια απευθείας μετάδοση». Η ανάλυση έδειξε ότι «μολυσματικός ιός του Έμπολα» βρισκόταν στο σπέρμα του άνδρα αυτού για τουλάχιστον 179 ημέρες μετά την εμφάνιση των συμπτωμάτων.
Ωστόσο ο ΠΟΥ επισημαίνει, όπως προσθέτει το BBC, ότι η σεξουαλική μετάδοση του ιού είναι «σπάνια» και φέρνει ως παράδειγμα περιοχές της Σιέρα Λεόνε που έχουν πολύ υψηλούς αριθμούς επιζώντων και πάραυτα δεν διαπιστώνεται μια επανεμφάνιση του ιού.
Εξάλλου και η γενική διευθύντρια του ΠΟΥ Μάργκαρετ Τσαν επισήμανε σε δηλώσεις της στο BBC ότι εξακολουθούν να υπάρχουν αμφιβολίες όσον αφορά το τι σημαίνει το θετικό αποτέλεσμα ενός τεστ για τον Έμπολα στο σπέρμα.
«Σημαίνει ότι (ο ιός) εξακολουθεί να είναι μολυσματικός, ή πρόκειται μόνον για στοιχεία (του ιού); Δεν έχουμε ακόμη τελικές αποδείξεις», τόνισε η Τσαν. «Το ανησυχητικό είναι ο βαθμός της αβεβαιότητας» που υπάρχει, «και γι’αυτό χρειάζεται να λαμβάνουμε προληπτικά μέτρα. Επομένως εμείς συστήνουμε στους επιζήσαντες να λαμβάνουν προστασία μέσω της αντισύλληψης», κατέληξε η γενική διευθύντρια του ΠΟΥ.
Ο Έμπολα έχει από τα τέλη του 2013 αποδεκατίσει τρεις χώρες της δυτικής Αφρικής (Σιέρα Λεόνε, Λιβερία και Γουινέα), όπου προσβλήθηκαν σχεδόν 25.000 άνθρωποι και έχασαν τη ζωή τους περισσότεροι από 11.000.