Για πρώτη φορά ένα γενετικό-αιματολογικό τεστ υπολογίζει με πόση ταχύτητα γερνάει το σώμα ενός ανθρώπου και συνεπώς πόσο αυξημένος είναι ο κίνδυνος για πρόωρη εκδήλωση γεροντικής άνοιας και Αλτσχάιμερ.
Το τεστ -που θα μπορούσε να αξιοποιηθεί και για άλλες παθήσεις λόγω γήρανσης- μετρά τη ζωτικότητα ορισμένων γονιδίων-κλειδιών και εκτιμά τη διαφορά μεταξύ χρονολογικής και βιολογικής ηλικίας (η δεύτερη μπορεί να είναι μεγαλύτερη ή μικρότερη από την πρώτη, δηλαδή από την ηλικία ενός ανθρώπου).
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον καθηγητή ιατρικής Τζέημς Τίμονς του King’s College του Λονδίνου, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό βιολογίας «Genome Biology», ανέφεραν ότι το τεστ θα μπορούσε επίσης να αξιοποιηθεί για να γίνεται μια εκτίμηση σχετικά με τη «νεανικότητα» των οργάνων των δωρητών (π.χ. νεφρών), που προορίζονται για μεταμόσχευση και συνεπώς κατά πόσο υπάρχει κίνδυνος αποτυχίας τους.
Οι ερευνητές ανέλυσαν τόσο στο αίμα, όσο και στον εγκέφαλο, τον βαθμό που είναι ενεργά στους 65χρονους μια σειρά από γονίδια, συγκριτικά με τη δραστηριότητα των ίδιων γονιδίων σε 25χρονους ανθρώπους. Όσο πιο δραστήρια είναι 150 γονίδια-κλειδιά στα άτομα της τρίτης ηλικίας, τόσο απομακρύνεται η πιθανότητα άνοιας. Έτσι, το τεστ είναι σε θέση να διακρίνει σε πρώιμο στάδιο τα άτομα που κινδυνεύουν από νευροεκφυλιστικές παθήσεις λόγω προχωρημένης βιολογικής ηλικίας του εγκεφάλου, παρόλο που ακόμη δεν έχουν εμφανιστεί τα σχετικά συμπτώματα.
«Οι περισσότεροι άνθρωποι αποδέχονται πως όλοι οι 60χρονοι δεν είναι ίδιοι, όμως έως τώρα δεν υπήρχε ένα αξιόπιστο τεστ που να αποκαλύπτει τη βιολογική ηλικία σε αντιδιαστολή με την χρονολογική, την ηλικία γέννησης. Η ανακάλυψή μας παρέχει την πρώτη αξιόπιστη μοριακή “υπογραφή” της βιολογικής ηλικίας στους ανθρώπους και θα πρέπει να αξιοποιηθεί προκειμένου να μεταμορφώσει τον τρόπο που η ηλικία χρησιμοποιείται για να λαμβάνονται ιατρικές αποφάσεις, καθώς επίσης για να εντοπίζει όσους κινδυνεύουν περισσότερο από Αλτσχάιμερ», δήλωσε ο Τίμονς. Όσο πιο έγκαιρα γίνεται η διάγνωση της νόσου Αλτσχάιμερ, τόσο μεγαλύτερες είναι οι ελπίδες για πιο αποτελεσματική επιβράδυνσή της.
Όσον αφορά τις μεταμοσχεύσεις, όσο πιο βιολογικά γερασμένο είναι ένα όργανο, τόσο αυξάνεται η πιθανότητα να μην λειτουργήσει σωστά στον ασθενή που το δέχεται. Προς το παρόν, συνήθως απορρίπτονται όργανα από δωρητές άνω των 70 ετών. Αν όμως είναι δυνατό -χάρη στο νέο τεστ- να υπολογισθεί αξιόπιστα ότι η βιολογική ηλικία του οργάνου είναι στην πραγματικότητα μικρότερη, τότε η μεταμόσχευση θα μπορούσε να προχωρήσει ακόμη και από έναν άνθρωπο δωρητή μεγαλύτερης χρονολογικής ηλικίας.
Σύμφωνα με τον Τίμονς η «ψαλίδα» μεταξύ βιολογικής και χρονολογικής ηλικίας φαίνεται να γίνεται ορατή μετά την ηλικία των 40 ετών. Ο βρετανός γιατρός επεσήμανε επίσης ότι η υιοθέτηση ενός τέτοιου τεστ μελλοντικά θα ήγειρε διάφορα άλλα ζητήματα, π.χ. σχετικά με τις συντάξεις και τα ασφάλιστρα, καθώς θα αποκάλυπτε πόσο γέρος είναι πράγματι κανείς από βιολογική .άποψη, άσχετα με το πότε γεννήθηκε.