Νέα εξατομικευμένη θεραπεία, σε συνδυασμό με νέο διαγνωστικό τεστ, δίνει ελπίδες σε ασθενείς με μεταστατικό μελάνωμα, στοχεύοντας το γενετικό μονοπάτι που εμπλέκεται στην εξέλιξη της νόσου.
Με τις θεραπευτικές επιλογές για το μεταστατικό μελάνωμα να είναι μέχρι σήμερα ελάχιστες και περιορισμένης αποτελεσματικότητας, η βεμουραφενίμπη, ο νέος υπό διερεύνηση από του στόματος χορηγούμενος «αναστολέας του BRAF» έρχεται να καλύψει ένα σημαντικό θεραπευτικό κενό. Η βεμουραφενίμπη έχει σχεδιασθεί ειδικά για να εμποδίζει τη δράση της μεταλλαγμένης πρωτεΐνης BRAF που εντοπίζεται περίπου στο 50% των ασθενών. Τα ενθαρρυντικά αυτά νέα ανακοινώθηκαν στο Ετήσιο Συνέδριο της Αμερικανικής Εταιρείας Κλινικής Ογκολογίας (ASCO), που διεξήχθη στο Σικάγο των ΗΠΑ (3-7 Ιουνίου).
Στο συνέδριο παρουσιάστηκαν τα αποτελέσματα της BRIM3, μιας κλινικής μελέτης φάσης ΙΙΙ, στην οποία συμμετείχαν 675 ασθενείς με μη προθεραπευμένο, θετικό στη μετάλλαξη BRAF V600 μεταστατικό μελάνωμα. Κύριος ερευνητής της μελέτης είναι ο Paul Chapman, από το Memorial Sloan Kettering Cancer Center της Νέας Υόρκης. Η μελέτη έδειξε ότι η βεμουραφενίμπη βελτίωσε σημαντικά τη συνολική επιβίωση καθώς επίσης και την επιβίωση χωρίς εξέλιξη της νόσου σε σύγκριση με τη χημειοθεραπεία, στους ασθενείς που έχουν τη μετάλλαξη BRAF V600.
Παράλληλα, ένα υπό διερεύνηση διαγνωστικό τεστ κατέστησε εφικτή την ταχεία και ακριβή αναγνώριση των κατάλληλων ασθενών με θετικό στη μετάλλαξη BRAF V600 μεταστατικό μελάνωμα. Ο συνδυασμός της στοχευμένης θεραπείας με το αντίστοιχο διαγνωστικό τεστ αποτελεί απτό παράδειγμα για το πώς η εξατομικευμένη θεραπεία αποτελεί πλέον πραγματικότητα για τους ασθενείς.
Ειδικότερα, η μελέτη έδειξε ότι ο κίνδυνος θανάτου μειώθηκε κατά 63% στους ασθενείς που έλαβαν βεμουραφενίμπη, σε σύγκριση με εκείνους που έλαβαν χημειοθεραπεία. Επιπλέον, η βεμουραφενίμπη μείωσε σημαντικά τον κίνδυνο εξέλιξης της νόσου κατά 74%, σε σύγκριση με την κλασική θεραπεία.
Οι ερευνητές χαρακτήρισαν πολύ ενθαρρυντικά τα αποτελέσματα της μελέτης καθώς, όπως επισήμαναν, η βεμουραφενίμπη όχι μόνο παρέτεινε τη ζωή και μείωσε τον κίνδυνο επιδείνωσης της νόσου, αλλά οδήγησε και σε σημαντική συρρίκνωση του όγκου, κάτι που συνιστά σημαντικό αποτέλεσμα για αυτόν τον ιδιαίτερα επιθετικό καρκίνο. Σύμφωνα με τα δεδομένα της μελέτης, το ποσοστό ανταπόκρισης στη θεραπεία με βεμουραφενίμπη (48,4%) στους ασθενείς, των οποίων ο όγκος συρρικνώθηκε ήταν 9 φορές υψηλότερο σε σύγκριση με όσους έλαβαν χημειοθεραπεία.
Αξίζει, επίσης, να σημειωθεί ότι μετά από 6 μήνες, το 84% των ασθενών που έλαβαν θεραπεία με βεμουραφενίμπη ήταν εν ζωή, σε σύγκριση με το 64% της ομάδας που έλαβε χημειοθεραπεία. Με βάση τα παραπάνω, τα αποτελέσματα της μελέτης BRIM3 αξιολογήθηκαν τον Ιανουάριο του 2011 από ανεξάρτητη επιστημονική επιτροπή, η οποία συνέστησε να χορηγηθεί η θεραπεία με βεμουραφενίμπη και στην ομάδα ελέγχου, αντί της χημειοθεραπείας.
Σημειώνεται ότι ο Αμερικανικός Οργανισμός Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA) έχει θέσει τη βεμουραφενίμπη σε αξιολόγηση κατά προτεραιότητα για την έγκριση άδειας κυκλοφορίας. Η Roche ανακοίνωσε πρόσφατα την υποβολή αιτήσεων έγκρισης νέου φαρμάκου για τη βεμουραφενίμπη στις Ηνωμένες Πολιτείες και στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ενώ ένα Πρόγραμμα Διευρυμένης Πρόσβασης είναι διαθέσιμο για ασθενείς με μη προθεραπευμένο, θετικό στη μετάλλαξη BRAF V600 μεταστατικό μελάνωμα.
Η βεμουραφενίμπη αναπτύσσεται από τη Roche σε συνεργασία με την Plexxikon. Η διαγνωστική δοκιμασία cobas 4800 BRAF V600 Mutation Test αναπτύσσεται από τον Κλάδο Διαγνωστικών της Roche.
Ο ρόλος της BRAF
Η πρωτεΐνη BRAF είναι το βασικό στοιχείο του μονοπατιού RAS-RAF, το οποίο εμπλέκεται στη διαδικασία φυσιολογικής κυτταρικής ανάπτυξης και επιβίωσης. Ειδικότερα οι μεταλλάξεις που «κλειδώνουν» την πρωτεΐνη BRAF σε μια ενεργή κατάσταση, ενδέχεται να προκαλούν υπερβολική σηματοδότηση του μονοπατιού, οδηγώντας σε ανεξέλεγκτη κυτταρική ανάπτυξη και επιβίωση. Εκτιμάται ότι οι συγκεκριμένες μεταλλάξεις είναι ενεργές περίπου στις μισές περιπτώσεις μελανωμάτων και στο 8% των συμπαγών όγκων.
Το μελάνωμα
Το κακοήθες μελάνωμα είναι η κύρια αιτία θανάτου από καρκίνο του δέρματος διεθνώς, όντας υπεύθυνο σχεδόν για το 80% των θανάτων. Εκτιμάται ότι παγκοσμίως διαγιγνώσκονται περίπου 160.000 νέες περιπτώσεις μελανώματος κάθε χρόνο, εκ των οποίων σχεδόν το 80% είναι στην Ευρώπη, τη Βόρεια Αμερική, την Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία.
Το κακοήθες μελάνωμα είναι η πιο επιθετική μορφή καρκίνου του δέρματος, η οποία χαρακτηρίζεται από την ανεξέλεγκτη ανάπτυξη μελανοκυττάρων, των κυττάρων του δέρματος που παράγουν χρωστικές.
Όταν το μελάνωμα διαγνωσθεί νωρίς, είναι γενικά μια θεραπεύσιμη νόσος. Ωστόσο, όταν εξαπλωθεί σε άλλα μέρη του σώματος, είναι η πιο θανατηφόρα και η πιο επιθετική μορφή καρκίνου του δέρματος. Ένα άτομο με μεταστατικό μελάνωμα έχει κατά μέσο όρο μικρό προσδόκιμο ζωής, το οποίο μετράται σε μήνες. Λιγότεροι από ένας στους τέσσερις ανθρώπους αναμένεται να είναι εν ζωή ένα χρόνο μετά τη διάγνωση και υπολογίζεται ότι κάθε χρόνο σημειώνονται 40.000 θάνατοι παγκοσμίως από τη νόσο.
Παράγοντες κινδύνου θεωρούνται η έκθεση σε υπεριώδη ακτινοβολία και η χρήση συσκευών μαυρίσματος (solarium). Επίσης, αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης μελανώματος έχουν τα άτομα με πολλούς ακανόνιστους ή μεγάλους σπίλους, με ανοιχτόχρωμο ή ερυθρόχρωμο δέρμα καθώς και όσα έχουν οικογενειακό ιστορικό μελανώματος. Το πρόωρο μελάνωμα είναι γενικά ασυμπτωματικό, αλλά ένα άτομο με μελάνωμα ενδέχεται να εκδηλώσει κνησμό. Μια μεταβολή στο μέγεθος, το σχήμα, το χρώμα ή την αίσθηση ενός προϋπάρχοντος σπίλου θα μπορούσε να είναι σημάδι μελανώματος. Επιπλέον, το μελάνωμα θα μπορούσε επίσης να εμφανιστεί ως ένας νέος σπίλος.