Το πιο ακριβές μέχρι σήμερα τεστ αίματος για τη διάγνωση της νόσου Κρόϊτσφελντ-Γιάκομπ (των «τρελών αγελάδων») στους ανθρώπους ανέπτυξαν βρετανοί επιστήμονες, ένα επίτευγμα που μπορεί να βελτιώσει σημαντικά τη διάγνωση και την παρακολούθηση της εξέλιξης της θανατηφόρας εγκεφαλικής ασθένειας στον πληθυσμό.
Τα πρώτα τεστ των βρετανών ερευνητών έδειξαν ότι η νέα μέθοδος εντόπισε σχεδόν τρεις στις τέσσερις περιπτώσεις της νόσου (ποσοστό επιτυχίας 71,4%), σε ένα δείγμα πάντως σχετικά μικρό (190 ατόμων), πράγμα που σημαίνει ότι υπάρχουν περιθώρια βελτίωσης της αξιοπιστίας του.
Το τεστ, που βρίσκεται ακόμα στα αρχικά στάδια ανάπτυξης και θα χρειαστούν νέες μεγαλύτερες μελέτες για την επιβεβαίωση της αποτελεσματικότητάς του, θεωρείται 100.000 φορές ακριβέστερο σε σχέση με τις σημερινές διαγνωστικές μεθόδους, καθώς μπορεί να ανιχνεύσει ακόμα και μικροσκοπικές ποσότητες των ανώμαλων πρωτεϊνών («πριονίων») που προκαλούν την πάθηση.
Το τεστ, που παρουσιάστηκε στο ιατρικό περιοδικό «The Lancet» από ερευνητές με επικεφαλής τον καθηγητή Τζον Κόλιντζ και τον Γκράχαμ Τζάκσον του University College του Λονδίνου, σύμφωνα με τα πρακτορεία Ρόιτερ και Γαλλικό, θα επιτρέψει μελλοντικά στους γιατρούς να ελέγχουν ολόκληρους ανθρώπινους πληθυσμούς κατά πόσο έχουν μολυνθεί από την ασθένεια και να αξιολογούν πόσοι είναι οι «σιωπηλοί» φορείς της, βοηθώντας έτσι στην λήψη έγκαιρων μέτρων για την καταπολέμησή της.
Η νόσος Κρόϊτσφελντ-Γιάκομπ στους ανθρώπους, η οποία εντοπίστηκε αρχικά στη Βρετανία το 1996, είναι μια παραλλαγή της νόσου της σπογγώδους εγκεφαλοπάθειας που πλήττει τις αγελάδες και άλλα ζώα. Η ασθένεια, που πιστεύεται ότι πέρασε από τα ζώα στους ανθρώπους μέσω μολυσμένης τροφής, προκαλεί αλλοίωση της προσωπικότητας, απώλεια σωματικών λειτουργιών και τελικά τον θάνατο.
Εκτιμάται ότι πλήττει περίπου ένα άτομο ανά ένα εκατομμύριο ετησίως στον κόσμο, όμως οι πρωτεΐνες που την προκαλούν, μπορεί να «κρύβονται» αδρανείς σε ένα άνθρωπο μέχρι και 50 χρόνια, πριν εκδηλωθούν τα πρώτα συμπτώματα. Στη διάρκεια αυτών των ετών «ύπνωσης» της νόσου, ο άνθρωπος φορέας μπορεί να μολύνει κάποιον άλλο, για παράδειγμα μέσω μετάγγισης αίματος ή μέσω μολυσμένων ιατρικών εργαλείων. Για αυτό το λόγο, ειδικά στις χώρες όπου υπήρχαν αρκετά περιστατικά της νόσου, υπάρχει μια ανησυχία σε σχέση με την ασφάλεια του αίματος από δωρητές αιμοδότες.
Ένα από τα μεγάλα προβλήματα μέχρι τώρα είναι ότι οι ειδικοί δεν έχουν ένα γρήγορο και αξιόπιστο τρόπο για να ελέγχουν ποιος είναι φορέας της νόσου των «τρελών αγελάδων» και ποιος όχι. Το νέο τεστ ελπίζεται ότι θα προσφέρει ακριβώς αυτή τη δυνατότητα σε μαζικό επίπεδο.