Πολλά έχουν γραφτεί σχετικά με την επιδείνωση της ψυχικής υγείας των νέων τα τελευταία χρόνια.
Η μία έρευνα μετά την άλλη διαπιστώνει ότι τα αναφερόμενα ποσοστά κατάθλιψης, άγχους και άλλων ψυχικών διαταραχών είναι υψηλά και οι συμπεριφορικές διαταραχές αυξάνονται στους εφήβους και τους νεαρούς ενήλικες.
Πάνω στο συγκεκριμένο θέμα έχουν διατυπωθεί αρκετές προσεκτικές οπτικές και μελέτες, όπως σημειώνουν οι FT. Μία από αυτές αναφέρει αλλαγές στη γλώσσα που χρησιμοποιείται για την ψυχική υγεία, ενώ μια άλλη ισχυρίζεται ότι, ενώ οι νέοι μπορεί να είναι τώρα πιο πιθανό να πουν ότι αισθάνονται θλίψη ή ανησυχία, αυτό δεν έχει γενικά συνδυαστεί με την καταμέτρηση συγκεκριμένων δεικτών δυσφορίας.
Ωστόσο, δύο πηγές οικονομικών στοιχείων υποδηλώνουν ότι η επιδείνωση είναι πραγματική.
Η πρώτη είναι οι έρευνες που γίνονται στο εργατικό δυναμικό, οι οποίες χρησιμοποιούν εδώ και δεκαετίες τις ίδιες ερωτήσεις σχετικά με την ασθένεια, οι οποίες εστιάζουν στις καταστάσεις εκείνες που περιορίζουν σημαντικά την ικανότητα κάποιου να εργάζεται ή να είναι λειτουργικός στην καθημερινότητά του. Οι απαντήσεις σε αυτές τις έρευνες που αντανακλούν και τα ποσοστά απασχόλησης του εργατικού δυναμικού αποδεικνύουν ότι μετρούν πραγματικά στοιχεία, όπως επισημαίνει το δημοσίευμα.
Και το δεύτερο είναι τα δεδομένα σχετικά με τα επιδόματα αναπηρίας και ανικανότητας που λαμβάνουν άτομα διαφόρων ηλικιακών ομάδων, τα οποία αποτυπώνουν κάτι πολύ πιο απτό από τις προσωπικές-ατομικές αναφορές για την υγεία.
Χρησιμοποιώντας έρευνες που έχουν γίνει στο εργατικό δυναμικό στη Δύση, διαπιστώνεται ότι η ηλικιακή καμπύλη των καταστάσεων υγείας που περιορίζουν τη δραστηριότητα έχει αλλάξει σημαντικά σε πολλές χώρες, όπως το Ηνωμένο Βασίλειο, οι ΗΠΑ, η Ιρλανδία και η Σουηδία. Τα ποσοστά αδυναμίας εργασίας έχουν αυξηθεί σημαντικά μεταξύ των ατόμων που βρίσκονται στα 20 και 30 τους χρόνια, αλλά έχουν σημειώσει μικρή μεταβολή μεταξύ των μεγαλύτερων ομάδων.
Λίγες χώρες έχουν δει τόσο απότομη αύξηση των προβλημάτων υγείας των νέων ενηλίκων όσο το Ηνωμένο Βασίλειο, όπου το ποσοστό των ατόμων ηλικίας 16 έως 24 ετών που αναφέρουν κάποιο πρόβλημα υγείας που μειώνει την ικανότητά τους να ασκούν τις καθημερινές τους δραστηριότητες έχει σχεδόν τριπλασιαστεί από 7% το 2008 σε 20% σήμερα.
Οι χορηγήσεις παροχών που σχετίζονται με την υγεία παρουσιάζουν εντυπωσιακά παρόμοια μοτίβα, με τη λήψη επιδομάτων αναπηρίας μεταξύ των νέων ενηλίκων να αυξάνεται σε αρκετές χώρες, με πρώτες το Ηνωμένο Βασίλειο και την Ιρλανδία. Όμως, υπάρχει μικρή αλλαγή -ή ακόμα και μείωση- στην ανώτερη ηλικιακή κατανομή.
Σε αρκετές χώρες που παρέχουν λεπτομερή στοιχεία, παρατηρείται ότι η αύξηση των παροχών αναπηρίας σε νέους ενήλικες οφείλεται στην αύξηση των αιτήσεων που σχετίζονται με την ψυχική υγεία. Έρευνα του IFS διαπιστώνει ότι, τουλάχιστον στο Ηνωμένο Βασίλειο, τα ποσοστά των αιτήσεων που γίνονται δεκτές δεν έχουν αλλάξει, πράγμα που σημαίνει ότι δεν πρόκειται για πιο επιεική συστήματα κοινωνικής ασφάλισης, αλλά για αύξηση του αριθμού των ανθρώπων που αισθάνονται την ανάγκη να αναζητήσουν υποστήριξη.
Σημειώνεται ότι ορισμένες από τις διαφορές από χώρα σε χώρα στις εισπράξεις των παροχών αναπηρίας διαμορφώνονται από τις διαφορές στον τρόπο σχεδιασμού και λειτουργίας των εν λόγω συστημάτων. Ωστόσο, η ομοιότητα που παρατηρείται στα δεδομένα για τις παθήσεις υγείας που περιορίζουν την εργασιακή δραστηριότητα, υποδηλώνει ότι η επιδείνωση της ψυχικής υγείας μεταξύ των νέων ενηλίκων είναι καθ’ όλα πραγματική και δρα όλο και περισσότερο ως τροχοπέδη για την οικονομία.