Ο ήχος από το σάζι φτάνει μελαγχολικός στα αυτιά των περαστικών και η φωνή που τον συνοδεύει μιλά για τη βάσανο της αγάπης. «Δεν έχω καμία ελπίδα στην ψυχή μου, εσύ παραμένεις η αγαπημένη μου, όλοι καταφέρνουν να είναι μαζί σου και η μοίρα μου είναι να με εγκαταλείπεις» τραγουδά ο νεαρός πρόσφυγας, σε μία από τις «γειτονιές» της σκηνούπολης της Ειδομένης.
Ο Ρούντι, όπως είναι το όνομά του, δεν τραγουδά για την αγάπη κάποιας γυναίκας που άφησε πίσω στην πατρίδα του, τη Συρία, για να αναζητήσει μία καλύτερη τύχη στη βόρεια Ευρώπη, αλλά για τη «μία και μόνη αγάπη όλων των προσφύγων», όπως λέει στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων. Την πατρίδα, που άφησαν πίσω τους, «αυτή που εγκαταλείψαμε για να σώσουμε όσα κομμάτια της ζωής μας μπορούμε».
Ο νεαρός Σύρος από την πόλη Αφρίν ταξιδεύει παρέα με την οικογένειά του, τον πατέρα, τον αδελφό του και το… ταμπούρ, όπως αποκαλούν στα μέρη του το σάζι, που τους κρατά συντροφιά τις δύσκολες μέρες της αναμονής ώσπου να έρθει η ώρα να συνεχίσουν το ταξίδι τους.
«Η τέχνη αυτή περνά από γενιά σε γενιά. Ο πατέρας μου έμαθε να παίζει από τον παππού μου κι εγώ απ’ αυτόν. Ελπίζουμε πως όταν φτάσουμε τελικά στον προορισμό μας, η μουσική θα είναι το ‘διαβατήριό’ μας για μία καλύτερη ζωή. Ότι θα μπορέσουμε να επωφεληθούμε απ’ αυτήν» εξηγεί.
Ο Ρούντι μπορεί να ταξιδεύει με τον πατέρα του και τον αδελφό του, αλλά στην Ειδομένη η οικογένειά τους… μεγάλωσε. Στα μέλη της προστέθηκε ο Ισμαήλ, ακόμη ένας νεαρός Σύρος από το Χαλέπι, που ταξιδεύει μόνος, αλλά και ο Παλαιστίνιος Ράεντ.
«Είναι σημαντικό να νιώθεις πως δεν είσαι μόνος εδώ που βρισκόμαστε» λέει ο Ισμαήλ, που συνοδεύει συχνά με τη μελωδική φωνή του τον Ρούντι και το σάζι του. «Με τις κουβέντες που ανταλλάσσουμε, με τη μουσική, με τα όνειρά μας για το πώς θα είναι η νέα μας ζωή στην Ευρώπη, κυλάει ο χρόνος. Η αναμονή είναι ανυπόφορη. Σε κάνει να μελαγχολείς και να χάνεις τη διάθεσή σου για τα πάντα, όταν είσαι μόνος» σημειώνει.
Ο Ρούντι, ο πατέρας του και ο Ισμαήλ φροντίζουν να «ντύνουν» μουσικά τα βράδια τους, ενώ ο Ράεντ είναι ο σεφ της παρέας, αφού μαζί με τα φαλάφελ (τους πεντανόστιμους ρεβυθοκεφτέδες) που πουλάει στους υπόλοιπους πρόσφυγες της Ειδομένης φροντίζει να τους ετοιμάζει ενίοτε κι άλλες νοστιμιές. «Δεν ήμουν σεφ στη Συρία. Ήξερα όμως να φτιάχνω φαλάφελ γιατί τ’ αγαπώ πολύ. Έχω φέρει κι αυτό το εργαλείο μαζί μου (ειδικό για να βγαίνουν τα φαλάφελ με τρύπα στη μέση). Σαν να το ήξερα πως θα το χρειαστώ» λέει και γελά, ενώ, παραδίπλα, ο νεαρός βοηθός του κόβει τα λαχανικά που μπαίνουν ως σαλάτα στο σάντουιτς.
Στην Ειδομένη, όπου παραμένουν χιλιάδες πρόσφυγες απ’ αυτούς που «εγκλωβίστηκαν» εκεί με το κλείσιμο των συνόρων, εκτός από τους τσακωμούς -διά ασήμαντον ενίοτε αφορμή- υπάρχουν και αυτοί οι δεσμοί που αναπτύσσονται μεταξύ ανθρώπων που βρίσκονται στην ίδια μοίρα. Δεσμοί «οικογενειακοί», που τους κάνουν να αισθάνονται μεγαλύτερη ασφάλεια σε αυτό το δύσκολο ταξίδι.
Σαν το δέσιμο δύο νεαρών κοριτσιών από τη Συρία, που ταξίδεψαν μόνες ως την Ειδομένη κι ακόμη κι όταν αποφάσισαν να συνεχίσουν χωριστά το ταξίδι, η μία φρόντισε ώστε αυτή που έμεινε πίσω να μην είναι μόνη. Η Χάνα και η Ράνια ήταν αχώριστες σε όλο το ταξίδι από τη Συρία ως την Ειδομένη και ακόμη κι εκεί, στον άτυπο καταυλισμό στα σύνορα Ελλάδας-πΓΔΜ, σχεδόν ενάμιση μήνες ήταν αχώριστες. Όταν η Χάνα αποφάσισε να φύγει στην Αθήνα, φρόντισε προηγουμένως να αφήσει σε «καλά χέρια» τη φίλη της· μαζί με μια οικογένεια φίλων των γονιών της από τη Συρία. Έτσι, όπως έλεγε όταν αναχωρούσε για την Αθήνα, ένιωθε γαλήνη και ανακούφιση για τη φίλη της…