Η υπόθεση βιασμού της 12χρονης στον Κολωνό και η αναπαραγωγή του θέματος από τα Μέσα Ενημέρωσης προβλημάτισε τον Αύγουστο Κορτώ, που έκανε μια μακροσκελή δημοσίευμα στο Facebook. Σε αυτή κάνει αναφορά στη μητέρα του που όταν ήταν έφηβη πήγε σε ψυχίατρο και εκείνος την ανάγκασε να βγάλει το σουτιέν της για να… την εξετάσει.
«Κι ωστόσο, μοιραία, αναρωτιέμαι: αν, τα τριάντα πέντε χρόνια που πέρασε ως αβοήθητη άρρωστη, μπορούσε να εμπιστευτεί έστω έναν ψυχίατρο, είχε το σθένος να αρχίσει τακτικές συνεδρίες, μήπως σήμερα θα ήταν ακόμα ζωντανή;» αναρωτιέται μεταξύ άλλων. «Η κακοποίηση, ο βιασμός, δεν είναι αποτρόπαιες πράξεις με αρχή και τέλος. Ο αντίκτυπός τους μπορεί να στοιχειώσει – να ρημάξει – μια ολόκληρη ζωή» αναφέρει.
Η ανάρτηση
Στα δεκατέσσερα, η μάνα μου άρχισε να παθαίνει κρίσεις πανικού, κι έπεσε σε κατάθλιψη. Η γιαγιά μου την εξόρκισε να μην πει κουβέντα σε κανέναν – για να μην της βγει η ρετσινιά της τρελής, και να μη ρεζιλέψει την οικογένεια – κι έπειτα την πήγε σ’ έναν επιφανή ψυχίατρο της Σαλονίκης (τότε ακόμα τους λέγαν κατ’ ευφημισμόν ‘νευρολόγους’).
Στο ιδιαίτερό του, ο λαμπρός αυτός επιστήμων ζήτησε απ’ το Κατερινάκι να γδυθεί, να βγάλει ακόμα και το σουτιέν, για να την εξετάσει. (Τι πιο φυσικό, σε ψυχιατρική συνεδρία με έφηβη που υποφέρει από αγχώδη διαταραχή και κατάθλιψη;) Κάποια στιγμή, η μητέρα μου κατάλαβε ότι η ψηλάφηση δεν είχε ιατρικό χαρακτήρα, ότι ήταν κανονικό χούφτωμα, αλλά είχε πετρώσει – οι τρελοί, μονολογούσε, δεν δικαιούνται να έχουν αξιοπρέπεια.
Δεν μπορώ να ξέρω κατά πόσον, αν δεν είχε συμβεί αυτό το περιστατικό βάναυσης κακοποίησης, η κατάληξή της θα ήταν διαφορετική. Μια γυναίκα που έπασχε από διπολική διαταραχή κι αλκοολισμό τη δεκαετία του ’80, σε μια πόλη όπου ελάχιστοι γιατροί είχαν ψυχοθεραπευτική επάρκεια, κι όταν τα φάρμακα ήταν ακόμα τόσο πρωτόγονα, που για να πάρεις αντιψυχωσικό χρειαζόσουν κι αντιπαρκινσονικό για τις παρενέργειες, πιθανότατα θα είχε κακό τέλος έτσι κι αλλιώς.
Κι ωστόσο, μοιραία, αναρωτιέμαι: αν, τα τριάντα πέντε χρόνια που πέρασε ως αβοήθητη άρρωστη, μπορούσε να εμπιστευτεί έστω έναν ψυχίατρο, είχε το σθένος να αρχίσει τακτικές συνεδρίες, μήπως σήμερα θα ήταν ακόμα ζωντανή; Αλλά πώς να ‘δειχνε εμπιστοσύνη, πώς να καθόταν ή να ξάπλωνε μπροστά σε ψυχίατρο, χωρίς την αναβίωση του τραύματος; Κι έτσι, το ‘ριχνε απλώς στα χάπια.
Βλέποντας τώρα τον κατά συρροήν βιασμό ενός παιδιού να γίνεται βορά τηλεοπτικού κουτσομπολιού, εργαλείο τηλεθέασης δημοσιογράφων με νοοτροπία νοσηρού ηδονοβλεψία, νιώθω οργή και συντριβή. Δεν διανοούνται το κακό που κάνουν. Γιατί η κακοποίηση, ο βιασμός, δεν είναι αποτρόπαιες πράξεις με αρχή και τέλος. Ο αντίκτυπός τους μπορεί να στοιχειώσει – να ρημάξει – μια ολόκληρη ζωή. Κι αν δεν μπορείς να φερθείς με σεβασμό, φέρσου τουλάχιστον με την υποτυπώδη ανθρωπιά. Μη γίνεσαι κι εσύ θύτης για μια χούφτα βρομερή δημοσιότητα».