O Ιβάν Λίλα είναι ένας από τους οδηγούς που εγκλωβίστηκε για πάρα πολλές ώρες σε κεντρική λεωφόρο της πόλης. Από τις 15.30 που βρέθηκε «φρακαρισμένος» στη Μεσογείων μέχρι τις 06.00 που μπήκε στο σπίτι του στην Κάντζα, ακόμα δεν μπορεί να νιώσει ξεκούραστος και ασφαλής μιας και το σπίτι του έμεινε σχεδόν 24 ώρες χωρίς ρεύμα, οπότε δύσκολες συνθήκες βρήκε και μόλις κατάφερε να μπει σε αυτό.
Ο ίδιος περιέγραψε από την αρχή το δράμα που έζησε χθες.
«Έφυγα χτες από το σπίτι στην Κάντζα για τη δουλειά στον Κολωνό στις 07.45. Ξεκίνησα με ηλιοφάνεια. Ούτε νιφάδες δεν είχε. Εργάζομαι σε πόστο πρώτης γραμμής αφού δουλεύω σε φαρμακαποθήκη. Έφτασα στη δουλειά χωρίς κανένα εμπόδιο.
Ξεκίνησα να εργάζομαι κανονικά κάνοντας και δρομολόγια σε φαρμακεία προς το Περιστέρι. Γύρω στις 14.00 όμως και μαθαίνοντας ότι η κατάσταση με τους δρόμους και την χιονόπτωση δυσκολεύουν, ανακοινώνω στη δουλειά μου ότι πρέπει να φύγω και αρχίζω να ανεβαίνω προς το σπίτι μου. Την ίδια στιγμή έφυγαν και όλοι οι υπόλοιποι από την δουλειά.
Ψηλά στην Αλεξάνδρας, στο ύψος του γηπέδου, αρχίζουμε να πηγαίνουμε σημειωτόν. Εκεί καταλαβαίνω ότι όλο αυτό δεν θα έχει καλή έκβαση. Από τις 15.30 που βρέθηκα στην Αλεξάνδρας έπρεπε να πάει 18.00 για να φτάσω κάτω από την γέφυρα της Κατεχάκη στη Μεσογείων. Εκεί νιώθω ότι παγιδεύτηκα γιατί ήδη κάτω από την γέφυρα είχαν αφήσει στα δεξιά παρκαρισμένα αυτοκίνητα χωρίς αλυσίδες. Μπροστά μου ήταν ένα μικρό βανάκι με έναν μπαμπά που ήταν μέσα με το μικρό του παιδί και προσπαθούσε να δει που θα μπορούσε να παρατήσει κι αυτός το αυτοκίνητο για να φύγει.
Από αυτό το σημείο, μέχρι και λίγα μέτρα πιο’ κει, μια ελάχιστη απόσταση μέχρι τον Χολαργό, έκανα να φτάσω 12 ώρες. Στον Χολαργό δηλαδή ήμουν στις 03.00.
Από τις 18.00 μέχρι και τα μεσάνυχτα, με διαλείμματα, οι οδηγοί σπρώχναμε ο ένας το όχημα του άλλου μπας και ξεκολλήσουμε. Είχα μια λύση- να πάω στο μετρό της Δουκίσσης Πλακεντίας και από εκεί με τα πόδια μέχρι το σπίτι μου, αλλά δεν το επέλεξα τελικά, γιατί η απόσταση μέχρι το σπίτι μου ήταν 6 χιλιόμετρα και έκανε ήδη τρομερό κρύο. Ούτε σημείο για να αφήσω το αυτοκίνητο στο πλάι υπήρχε. Το είχαν κάνει άλλοι οδηγοί πριν από εμένα.
Ευτυχώς σε κάποιο σημείο της διαδρομής, ήταν ανοιχτό ένα υποκατάστημα μεγάλης αλυσίδας φούρνων και μπήκαμε μέσα να πάρουμε λίγο φαγητό. Είχε κοπεί το ρεύμα στην περιοχή και ο φούρνος λειτουργούσε με κεριά. Στα σκοτάδια ψάχναμε να βρούμε τι θα πάρουμε να φάμε. Ολόγυρα το σκηνικό μια τρέλα- είχαν ήδη πέσει και δέντρα. Ο κόσμος μόνος του ο, τι έκανε για να βοηθηθούμε.
Μια κοπέλα, κάτοικος της περιοχής κατέβηκε να μας φέρει νερά και μπισκότα. Άλλα δύο παιδιά κατέβηκαν και μοίραζαν τοστ που είχαν φτιάξει σπίτι τους. Ένας παππούς κατέβηκε και έδωσε σε ένα ταξί μια κουβέρτα γιατί μέσα είχε μια υπέργηρη γυναίκα που κρύωνε. Αυτό το ταξί έβλεπα μπροστά μου επί 6 συνεχόμενες ώρες.
Καμία βοήθεια δεν είχαμε, κανένας συντονισμός. Έπρεπε να πάει 04.00 για να δούμε ένα όχημα, ένα μικρό γκρέιντερ της Πολιτικής Προστασίας που άρχισε να ανοίγει το αντίθετο ρεύμα. Μέχρι τότε, κανέναν δεν είχαμε δει. Μόνο στην κάθοδο περνούσαν οχήματα της αστυνομίας. Τελικά γύρισα σπίτι μου από την κάθοδο γιατί αυτήν καθάρισαν και άνοιξαν. Πήραμε όλοι το αντίθετο ρεύμα. Φυσικά, από την εκκλησία της Αγίας Παρασκευής όπου μας το άνοιξαν, μέχρι το σπίτι στην Κάντζα μού πήρε μια ώρα αφού λόγω παγετού πήγαινα με πρώτη. Βουνό τα χιόνια στα δεξιά και αριστερά.
Ευτυχώς με φουλ φορτισμένο το κινητό και μιλώντας με την γυναίκα μου την Ειρήνη και με φίλους στο κινητό, με φειδώ βέβαια, είχα μια λίγη παρέα να περνάω την ώρα μου. Αλλά στις 23.00 το έκοψα και το κινητό γιατί κατάλαβα ότι είχα όλη τη νύχτα μπροστά μου και έπρεπε να το κρατήσω για κάτι πολύ έκτακτο. Eκείνη την ώρα έχασα και κάθε ελπίδα ότι θα ξεμπερδεύαμε το βράδυ.
Δεν φοβόμουν για εμένα αλλά για την οικογένειά μου, αφού η Ειρήνη ήταν μόνη στο σπίτι με τον τρίχρονο γιο μας, χωρίς ρεύμα, από τις 16.30 το μεσημέρι. Έλεγα ότι αν ξημέρωνε θα παράταγα το αυτοκίνητο όπου ήταν, έτσι μες στη μέση. Είχα πια νυστάξει φοβερά. Ευτυχώς είχα γεμάτο ντεπόζιτο και τσιγάρα για να καπνίζω.
Δυστυχώς πολλοί δεν είχαν καύσιμα και έμεναν. Εγώ το άναβα και το έσβηνα κάθε τρία λεπτά. Μέσα σε τρία λεπτά πάγωνε ο τόπος. Αυτοί που τους σώνονταν τα καύσιμα κατέβαιναν με τα πόδια, με ένα μπετόνι, με ένα μπουκάλι, με ο, τι είχαν, να πάνε σε ένα κοντινό βενζινάδικο να πάρουν λίγη βενζίνη.
Ο, τι και αν σου λέω όμως δεν μπορεί να περιγραφεί αυτό που ζήσαμε. Ήταν σαν ταινία, σαν σινεμά. Παρατημένα αυτοκίνητα όπως όπως. Τόσα ήταν, που μόνο μια λωρίδα είχε απομείνει για να ανεβαίνουμε.
Κάποια στιγμή ο κόσμος τρελάθηκε, κάποιοι προσπαθούσαν να διαλύσουν κομμάτια από τα κιγκλιδώματα και τα διαχωριστικά για να περάσουν στο απέναντι ρεύμα. Μας καβάλησε η απελπισία.
Γιατί δεν είχαν προνοήσει από νωρίς το πρωί να υπάρχει μια λωρίδα μονίμως ανοιχτή για ΕΚΑΒ, για ασθενείς, για μηχανήματα; Εγώ μπροστά μου δεν είχα κάποιον με τρομερό πρόβλημα αλλά στο λέω, αν σε κάποιον συνέβαινε κάτι, έτσι όπως είχε διαμορφωθεί η κατάσταση, θα πέθαινε».
Τι συνέβαινε την ίδια στιγμή στο σπίτι του εγκλωβισμένου οδηγού
Την ίδια ώρα που ο Ιβάν ήταν επί 15 ώρες εγκλωβισμένος στην Μεσογείων, η σύζυγος του Ειρήνη Παπαδάκη, βρισκόταν μόνη της σε ένα σπίτι χωρίς ρεύμα με ένα τρίχρονο παιδί. Η ίδια περιέγραψε και αυτή με τη σειρά της στο Newsbeast τις τραγικές στιγμές που ζούσε τον ίδιο χρόνο με τον Ιβάν. Όπως μας είπε η ίδια: «Στις 16.30 και ενώ ο Ιβάν έχει εγκλωβιστεί, μένω και εγώ στο σπίτι χωρίς ρεύμα. Παρότι ήμουν μόνη μου ένα τρίχρονο παιδί, τα κατάφερα γιατί έκατσα όλη μέρα δίπλα στο τζάκι για να είμαστε ζεστοί. Ευτυχώς είχαμε προλάβει να φάμε μεσημεριανό.
Το βράδυ έφτιαξα κάτι στο παιδί για να φάει στο γκαζάκι. Πήγα όλα τα πράγματα του ψυγείου στο μπαλκόνι. Το βασικό μου άγχος ήταν το παιδί και φυσικά ο Ιβάν. Εγώ σκεφτόμουν τον Ιβάν και ο Ιβάν εμένα. Το βράδυ ήταν εφιαλτικό. Τα μεσάνυχτα κατάλαβα ότι δεν υπάρχει περίπτωση να επέστρεφε ο άντρας μου στο σπίτι μέχρι το πρωί. Ο ίδιος, πριν σταματήσουμε να μιλάμε, μου είπε να πάρω το παιδί από το τζάκι και το σαλόνι γιατί φοβόταν να μας πάρει ο ύπνος εκεί. Στις 02.00 πήγα τον μικρό σε ένα δωμάτιο που είχα βάλει πολλές κουβέρτες και τον κοίμησα εκεί προσπαθώντας να τον κρατήσω ζεστό. Η δική μου μπαταρία στο κινητό είχε φτάσει στο 5%. Σταματήσαμε να μιλάμε. Δε ήξερα τι κάνει όλη νύχτα, με είχε πιάσει η παράνοια ότι θα πάθει καμιά υποθερμία και θα πεθάνει».
Στο τέλος της μαρτρίας τους, ο Ιβάν και η Ειρήνη μας είπαν πως μια ώρα πριν να συμπληρωθεί 24ωρο, το ρεύμα επέστρεψε σπίτι τους αλλά για αρχή με χαμηλή τάση.