Σημαντικές πρωτοβουλίες της ελληνικής κυβέρνησης για την αντιμετώπιση του φαινομένου της ρατσιστικής βίας, με έμφαση στον τερματισμό των επιχειρήσεων-σκούπα και της μαζικής κράτησης των παράτυπων μεταναστών, αλλά και αύξηση των διακρίσεων σε βάρος των ευάλωτων ομάδων λόγω της οικονομικής κρίσης, «είδε» ο ειδικός εισηγητής των Ηνωμένων Εθνών για το ρατσισμό και τις διακρίσεις, Μουτούμα Ρουτέρε, στην πρώτη του επίσημη επίσκεψη στην Ελλάδα.
Ο ειδικός εισηγητής βρίσκεται στην Ελλάδα από τη Δευτέρα και συναντήθηκε με τους υπουργούς Υγείας, Εσωτερικών, Δικαιοσύνης και με τους αναπληρωτές υπουργούς Μεταναστευτικής Πολιτικής και Προστασίας του Πολίτη, καθώς και με εκπροσώπους της νομοθετικής και της δικαστικής εξουσίας, με υπηρεσίες του ΟΗΕ, την Εθνική Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, το Συνήγορο του Πολίτη και με οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών. Επίσης, πραγματοποίησε επιτόπιες επισκέψεις στο κέντρο κράτησης στην Αμυγδαλέζα και στον καταυλισμό Ρομά στα Σπάτα.
«Καλωσορίζω τις προσπάθειες και τις πρωτοβουλίες της ελληνικής κυβέρνησης για την αντιμετώπιση του φαινομένου της ρατσιστικής βίας», επισήμανε ο Μουτούμα Ρουτέρε κατά τη διάρκεια της σχετικής συνέντευξης Τύπου για την παρουσίαση των πρώτων ευρημάτων από την επίσκεψή του στην Ελλάδα, που έγινε το μεσημέρι της Παρασκευής στην ΕΣΗΕΑ. «Είναι σημαντικό η χώρα να συνεχίσει την πρόοδο αυτή για την αντιμετώπιση των συνεχών προκλήσεων και των προβλημάτων που αναδύονται στο πλαίσιο της οικονομικής κρίσης που ταλανίζουν τη χώρα», πρόσθεσε ο ίδιος.
Ο κ. Ρουτέρε χαιρέτισε την ποινική δίωξη της Χρυσής Αυγής, το διορισμό εισαγγελέων σε θέματα ρατσισμού στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη (ζητώντας την επέκταση του θεσμού σε όλη την επικράτεια), τον τερματισμό των επιχειρήσεων για τη σύλληψη παράτυπων μεταναστών και της προηγούμενης πολιτικής μαζικής κράτησης των μεταναστών αυτών, τη δημιουργία υπουργείου Μεταναστευτικής Πολιτικής και τη δημιουργία ειδικών μονάδων στην Αστυνομία για να παρέχουν βοήθεια στα θύματα ρατσιστικής βίας.
«Ο αγώνας κατά του ρατσισμού, της ξενοφοβίας και των διακρίσεων δεν μπορεί να είναι αποτελεσματικός παρά μόνο αν δείξει το δρόμο η ανώτερη πολιτική ηγεσία. Για το λόγο αυτό, καλωσορίζω τη σαφή δέσμευση για αντιμετώπιση αυτής της πρόκλησης, την οποία εξέφρασαν διάφορα ανώτερα στελέχη της κυβέρνησης με τα οποία συναντήθηκα», υπογράμμισε.
Επίσης, έκανε ιδιαίτερη μνεία στη λειτουργία ισχυρών θεσμών στον αγώνα κατά του ρατσισμού, όπως ο Συνήγορος του Πολίτη και η Εθνική Επιτροπή Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, αλλά και στη στάση του ελληνικού πληθυσμού στα νησιά που «κάνει ό,τι μπορεί για να σώσει μετανάστες από τον πνιγμό και να τους παρέχει τα βασικά αγαθά».
Αντίθετα, δήλωσε προβληματισμένος, καθώς «η κρίση έχει επιφέρει και περαιτέρω διακρίσεις εις βάρος των πιο ευάλωτων ομάδων, όπως οι μετανάστες, οι πρόσφυγες, οι ατούντες άσυλο, οι Ρομά και οι κοινότητες λεσβιών, ομοφυλόφιλων, αμφιφυλόφιλων και τρανσέξουαλ, διακρίσεις που έχουν επιδεινωθεί από το ρατσιστικό και ξενοφοβικό λόγο που προέρχεται από ένα πολιτικό κόμμα που εκπροσωπείται στο Κοινοβούλιο», όπως εξήγησε.
Προβληματισμό εξέφρασε και για την κράτηση στα ίδια κέντρα των ατόμων προς απέλαση που έχουν υποπέσει σε ποινικά αδικήματα μαζί με τα άτομα που κρατούνται για διοικητικά αδικήματα που αφορούν τη μετανάστευσή τους.
Εξάλλου, δήλωσε ανήσυχος για τη δράση της ηγεσίας της Χρυσής Αυγής, «η οποία απροκάλυπτα προωθεί το βίαιο και αντιδημοκρατικό της πρόγραμμα», συμπληρώνοντας ότι «το κίνημα αυτό και παρεμφερείς ομάδες αποτελούν σαφή κίνδυνο για τις δημοκρατικές αξίες στη χώρα».
Αναφορά έκανε και στις διακρίσεις σε βάρος των Ρομά στην Ελλάδα, καθώς οι συνθήκες στέγασης, η πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας, εκπαίδευσης και σε άλλες κοινωνικές υπηρεσίες δεν βελτιώθηκαν παρά τις συστάσεις από τους διεθνείς θεσμούς.
Τέλος, ζήτησε από την ελληνική κυβέρνηση να επεκτείνει τα μέτρα προστασίας των θυμάτων ρατσιστικής και ξενοφοβικής βίας, όπως με τη βοήθεια των αδειών παραμονής, ώστε να έχουν τα θύματα την ευκαιρία να υποβάλουν καταγγελία και να καταθέτουν στις δίκες των φερόμενων ως δραστών, καθώς και να αναθέσει σε ανεξάρτητη αρχή τη διερεύνηση των πράξεων αστυνομικής βίας.
«Ενώ η οικονομική κρίση έχει ασκήσει τεράστια πίεση στην κυβέρνηση και έχει επηρεάσει σημαντικά την ελληνική κοινωνία, δεν μπορεί να αποτελέσει την αιτία οπισθοδρόμησης στον αγώνα κατά του ρατσισμού και της ξενοφοβίας», κατέληξε ο κ. Ρουτέρε.
Την τελική έκθεσή του θα παρουσιάσει στο Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ το 2016.