Στοχοποίηση ανθρώπων λόγω της διαφορετικότητάς τους και εξοικείωσης της ελληνικής κοινωνίας με τη βία, διαπιστώνει το Δίκτυο Καταγραφής Περιστατικών Ρατσιστικής Βίας της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες στην ετήσια έκθεσή του για το 2014.
Συγχρόνως, διαπιστώνει ότι αν και οι επιθέσεις κατά προσφύγων και μεταναστών εξακολουθούν να αποτελούν την πλειοψηφία των καταγραφών, η έντασή τους παρουσιάζει μείωση λόγω της ποινικής αντιμετώπισης ενεργειών με ρατσιστικό κίνητρο.
Συγκεκριμένα, κατά την περίοδο Ιανουαρίου-Δεκεμβρίου 2014 το Δίκτυο κατέγραψε, μέσω συνεντεύξεων με θύματα, 81 περιστατικά ρατσιστικής βίας με περισσότερα από 100 θύματα. Τα 46 περιστατικά αφορούσαν μετανάστες ή πρόσφυγες λόγω εθνικής προέλευσης ή χρώματος. Τα 32 περιστατικά αφορούν άτομα ΛΟΑΤKI (λεσβίες, ομοφυλόφιλοι, αμφιφυλόφιλοι, τρανσεξουαλικοί κ.α.), εκ των οποίων σε τρεις περιπτώσεις τα θύματα ήταν αλλοδαποί. Επιπλέον, σε τρεις περιπτώσεις σημειώθηκαν αντισημιτικά περιστατικά με τη βεβήλωση ιερών χώρων και συμβόλων.
Τρεις βασικές, ποιοτικές τάσεις διαπιστώνει στα περιστατικά που καταγράφηκαν το Δίκτυο:
Πρώτον, παρά την ποινική αντιμετώπιση εγκληματικών ενεργειών με ρατσιστικό κίνητρο μετά τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα, οι επιθέσεις κατά προσφύγων και μεταναστών εξακολουθούν να αποτελούν την πλειοψηφία των καταγραφών. Αν και η ένταση των επιθέσεων παρουσιάζει μείωση, δεν έχει εκλείψει το μοτίβο της οργανωμένης ρατσιστικής επίθεσης από ομάδες ατόμων και η άσκηση σωματικής βίας.
Δεύτερον, παρατηρείται διάχυση της βίας κατά ΛΟΑΤΚΙ ατόμων. Έχουν καταγραφεί πολλές επιθέσεις κατά ομοφυλόφιλων ατόμων και ομόφυλων ζευγαριών, με εμφανή την πρόθεση εξευτελιστικής μεταχείρισης. Επιπλέον, καταγράφηκαν επιθέσεις ιδιαίτερης σκληρότητας στις περιπτώσεις που το θύμα στοχοποιήθηκε λόγω ταυτότητας φύλου.
Τρίτον, η εμπλοκή ένστολων σε περιστατικά ρατσιστικής βίας παραμένει ιδιαίτερα ανησυχητική. Η αδυναμία αποτελεσματικής αντιμετώπισης των περιπτώσεων στις οποίες δεν τηρείται η νομιμότητα ενισχύεται από την ανυπαρξία ενός ανεξάρτητου μηχανισμού διερεύνησης των καταγγελιών για την αστυνομική αυθαιρεσία. Κατά συνέπεια, υπονομεύονται σε μεγάλο βαθμό οι προσπάθειες αντιμετώπισης του ρατσιστικού εγκλήματος από την ελληνική Πολιτεία.
Η σύγκριση με το 2013 των περιστατικών που καταγράφηκαν και όσων καταγγέλθηκαν το 2014, δείχνει μια μικρή αύξηση των καταγγελιών από θύματα πρόσφυγες και μετανάστες. Εν προκειμένω, εκτιμάται ότι η αστυνομική και δικαστική διερεύνηση της δράσης των εξτρεμιστικών ομάδων -μέσω των υποθέσεων που συνδέονται με τη Χρυσή Αυγή, έχει συμβάλει θετικά στην ενδυνάμωση των θυμάτων. Από τις μαρτυρίες τους γίνεται επίσης αντιληπτό ότι κάθε ένδειξη έμπρακτης αλληλεγγύης και σεβασμού της νομιμότητας από τους αυτόπτες μάρτυρες ενδυναμώνει το θύμα και το βοηθά ώστε να προβεί στις απαιτούμενες ενέργειες για τη διερεύνηση του περιστατικού.
Το Δίκτυο χαιρέτισε την υιοθέτηση, το προηγούμενο έτος, των νομοθετικών ρυθμίσεων σχετικά με την προστασία των θυμάτων και των ουσιωδών μαρτύρων. Ωστόσο, επισημαίνει ότι η Πολιτεία οφείλει να διασφαλίσει την ουσιαστική πρόσβαση -εκτός από την τυπική- των θυμάτων στις αστυνομικές και δικαστικές αρχές. Στο ίδιο πνεύμα, υπογραμμίζει η έκθεση, το Δίκτυο θα παρακολουθήσει με προσοχή την πρακτική των αρμόδιων αρχών ως προς την υποχρέωση διερεύνησης του ρατσιστικού κινήτρου, κατόπιν της θέσπισης γενικής επιβαρυντικής περίστασης για τα εγκλήματα με ρατσιστικό κίνητρο (άρθρο 81Α Π.Κ.).
Σε συνέχεια των συμπερασμάτων αυτών, το Δίκτυο καλεί την Πολιτεία όχι μόνο να μην εφησυχάσει, αλλά αντιθέτως να εντείνει τις προσπάθειές της ώστε να περιορίσει την εξάπλωση των εκδηλώσεων βίας με ρατσιστικό κίνητρο. Αυτό προϋποθέτει δέσμη μέτρων που θα στοχεύουν στην προστασία των επιμέρους ομάδων από τις οποίες προέρχονται τα θύματα. Παράλληλα και υπό το πρίσμα της επικαιρότητας ως προς τις αυξημένες προσφυγικές ροές, η Πολιτεία οφείλει να λειτουργήσει προληπτικά και να στείλει σαφές μήνυμα στην κοινωνία μηδενικής ανοχής της ρατσιστικής βίας.