«Τα κασάκια με τα πυρομαχικά που κουβαλούσαμε, μας είχαν πει ότι δεν έπρεπε να βρέχονται γιατί αλλιώς δεν θα έπαιρναν φωτιά στη μάχη και θα πήγαινε χαμένος ο κόπος μας. Εκείνες τις μέρες όμως, έβρεχε συνέχεια και δυνατά. Για να τα προφυλάξουμε τα φασκιώναμε με μάλλινες κουβέρτες, όπως τα μωρά. Οι κουβέρτες μούσκευαν και γινόντουσαν πολύ βαριές. Όταν πριν τον πόλεμο ανεβάζαμε στον Σταυρό ένα τρουβά με ψωμί και τυρί στους άντρες μας που βοσκούσαν εκεί πρόβατα, μας φαινόταν βαρύς. Τώρα, το κασάκι με σφαίρες και με κουβέρτα μουσκεμένη μας φαινόταν ελαφρά». Η ηπειρώτισσα Τριανταφυλλιά Αδάμου είναι μια από τις αμέτρητες γυναίκες της Πίνδου που συνέβαλαν με τον τρόπο τους καταλυτικά στην απόκρουση των ιταλικών στρατευμάτων τον Οκτώβριο του 1940 στην ελληνοαλβανική μεθόριο.
Γράφει ο Γεώργιος Σαρρής
Η αφήγησή της δείχνει την αυταπάρνηση και το πάθος που είχε προκειμένου να βοηθήσει τους στρατιώτες που μάχονταν κάτω από δυσμενέστατες συνθήκες στα απόκρημνα βουνά. Είναι οι ηρωίδες που πολλές φορές ξεχνάμε, παρά το γεγονός ότι χωρίς αυτές δεν θα γραφόταν το Έπος του ’40 τέτοιες μέρες πριν από 81 χρόνια.
Η ανυπολόγιστη συμβολή
Άνοιξαν τα σπίτια τους προκειμένου να φιλοξενήσουν τραυματίες, πρόσφεραν απλόχερα τα λίγα τρόφιμα που είχαν και ζύμωναν ψωμί για όσο το δυνατόν περισσότερους φαντάρους που βρίσκονταν στο πεδίο της μάχης, έδωσαν κουβέρτες και ιματισμό, έπλεξαν κάλτσες για να μην κρυώνουν τα πόδια των στρατιωτών, μετέφεραν πυρομαχικά μέσα στο κρύο, τις λάσπες και τα χώματα περπατώντας για μέρες και μετέτρεψαν την ιδιότητα της μάνας των παιδιών τους σε μάνα όλων των Ελλήνων που πολεμούσαν στο μέτωπο.
Σήμερα ενσκήπτουμε στις αφηγήσεις αυτών των γυναικών καταδεικνύοντας τον τρόπο που βίωσαν εκείνες, τις ένδοξες σελίδες της νεότερης Ιστορίας μας που δεν θα πρέπει να λησμονούμε. Στο βιβλίο του Λάζαρου Αρσενίου με τίτλο «Η νίκη της Ελλάδας το 1940-41 στον πόλεμο με την Ιταλία» (εκδόσεις Έψιλον), έχουν συγκεντρωθεί οι μαρτυρίες αρκετών εξ αυτώ των ηρωίδων.
«Ήμασταν λίγες αλλά κάναμε ό,τι μπορούσαμε»
Η Σουλτάνα Τζιάβα, αναφέρει: «Από το μικρό χωριό μας (σ.σ. το Επταχώρι) πήραν μέρος στη μεταφορά εκατό περίπου γυναίκες, όλες όσες μπορούσαν. Είμασταν λίγες, αλλά κάναμε ό,τι μπορούσαμε για την πατρίδα. Ήταν μέρες που περπατούσαμε δέκα και δώδεκα ώρες σε λάσπες και βροχές, φορτωμένες ζαλίκα».
Από την πλευρά της η Χάιδω Κων. Γεωργίου, σημειώνει: «Μας είχαν πει να μη χτυπάμε απότομα τα κασάκια στο ξεφόρτωμα. Υπήρχε κίνδυνος να σκάσουν οι χειροβομβίδες ή άλλα πυρομαχικά. Με τα κασάκια πηγαίναμε στα παιδιά που πολεμούσαν νερό να ξεδιψάσουν, ψωμί, τυρί, ό,τι άλλο πρόχειρο είχαμε. Άλλωστε ποια γυναίκα πρόφταινε να μαγειρεύει καθημερινά εκείνες τις ώρες;».
«Σχηματίζαμε ομάδα, όπως οι στρατιώτες»
Η Βαγγελή Ντινολάζου από τη μεριά της τόνιζε πως «τα κασάκια με τα πυρομαχικά τα δέναμε ζαλίκα στην πλάτη. Δέκα, δεκαπέντε φορτωμένες γυναίκες σχηματίζαμε ομάδα και ξεκινούσαμε η μία πίσω από την άλλη, όπως οι στρατιώτες», ενώ η Τριανταφυλλιά Βλάχου θυμάται τη δική της ιστορία: «Κάποια μέρα μεταφέραμε σε φορείο στρατιώτη βαριά τραυματισμένο.
Όταν φτάσαμε στο Ζουζουλιώτικο ποτάμι, ξυποληθήκαμε να μπούμε στο παγωμένο νερό του για να περάσουμε. Αυτός μας ζήτησε νερό. Είχαμε ακουστά ότι οι βαριά τραυματισμένοι άμα πίνουν νερό πεθαίνουν. Είπαμε ψέματα ότι το νερό είναι μολυσμένο. Μας κοίταξε και μας ράγισε την καρδιά. Την σφίξαμε και δεν του δώσαμε νερό. Τον πήγαμε στους γιατρούς και αυτοί τον περιποιήθηκαν».
«Ο θάνατος αντί να μας διαλύσει μας έδωσε φτερά»
Στο Ημερολόγιο Πολέμου του Αργύρη Μπαλατσού, που φιλοξενείται στο βιβλίο «Μαρτυρίες ’40 – ’41» του Κώστα Χατζηπατέρα (εκδόσεις Κέδρος) γίνεται ειδική μνεία στις γυναίκες που κουβαλούσαν τα πυρομαχικά. «7 Νοεμβρίου 1940. Σήμερα σκοτώθηκαν δύο παιδιά του 33ου Συντάγματος και αυτό μάνιασε περισσότερο τους στρατιώτες, γράφει. Φωνάζαν «εμπρός για τη Ρώμη».
Ο θάνατος αυτός αντί να μας δειλιάσει μας έδωσε περισσότερα φτερά για να κυνηγήσουμε τους Ιταλούς. Συνάντησα γυναίκες που κουβαλούσαν πυρομαχικά. Μία ήτο 88 ετών. Μία μου είπε ότι κλείδωσε το μικρό σε μια καλύβα, για να βοηθήσει τον στρατό. Το βράδυ είδα μια γριούλα να κρατά δυο μικρά και η μητέρα τους ζύμωνε ψωμί για τον στρατό με το φως δυο κεριών που είχε μέσα σ’ ένα ποτήρι. Τα χιόνια, ο πάγος, το τρομερό κρύο, δεν φαίνονταν να τις τρόμαζε. Όλες γεμάτες χαρά ήθελαν να προσφέρουν στο στρατό ό,τι δεν μπορούσαν τα μεταγωγικά. Αλήθεια γυναίκες θαύμα. Τι διαφορά με τις πόλεις!».
Μπήκαν μέσα στα νερά και πιάστηκαν σφιχτά στον ώμο
Από την πλευρά του ο Τάκης Ε. Παπαγιαννόπουλος, σημειώνει στο ίδιο βιβλίο: «Οι νικηταί της Πίνδου (σ.σ. οι Έλληνες στρατιώτες) προχωρούσαν. Καθώς έφτασαν στον ποταμό Βογιούσα κι είδαν οι ατρόμητες γυναίκες της Πίνδου πως το απότομο ρέμα εμπόδιζε τους σκαπανείς στη δουλειά τους, έκαναν αυθόρμητα κάτι, που ξανάγινε ύστερα στον Καλαμά και στο Δρίνο: μπήκαν οι ίδιες μέσα στα νερά και, πιασμένες σφικτά από τους ώμους, σχημάτισαν πρόσχωμα, που ανάκοβε την ορμή του ποταμού και ευκόλυνε τους γεφυροποιούς».
Εξίσου συγκινητική είναι η προφορική μαρτυρία Τάκη Τράντα, στο προαναφερθέν βιβλίο μαρτυριών: «Όταν φύγαμε από τη Λάρισα για να πάμε στην Κοζάνη, στο Σαραντάπορο εκεί πέρα οι δρόμοι τότε ήτανε καλντερίμια και χωματόδρομοι, θυμάμαι εκεί επάνω πριν από τα Σέρβια ότι ήταν γυναίκες οι οποίες την δεύτερη ημέρα ακριβώς προς την τρίτη φτιάχνανε τον δρόμο, δηλαδή ρίχνανε πέτρες μες στις λάσπες. Από τότε, από την ίδια μέρα και βέβαια εν συνεχεία στην Ήπειρο εθαυμάσθησαν οι γυναίκες αυτές. Εθαυμάσθησαν πολύ γιατί μετέφεραν εκεί που δεν μπορούσε ούτε μουλάρι. Βάζανε στην πλάτη, μαθημένες αυτές, αυτές κουβαλούσαν νερό και ξύλα. Πήγαιναν στο ρουμάνι μια ώρες δυο, φορτωνόταν τα ξύλα στην πλάτη και τα μετέφεραν στα σπίτια τους μέσα στα χιόνια. Εκάνανε βέβαια μια προμήθεια από το καλοκαίρι για τον χειμώνα, κάνανε για ένα μήνα, από κει και ύστερα…. Πηγαίνανε πλέον μέσα στα χιόνια».
«Παράτησα τα πέντε μικρά παιδιά μου, άλλα ήταν τα δικά μας»
Η Γλυκερία Ευαγγέλου θυμάται: «Στη μεταφορά πήγαν μόνο οι γερές γυναίκες μέχρι 40 χρονών. Αλλά αυτές είχαν μικρά παιδιά. Άλλη τρία, άλλη τέσσερα. Εγώ είχα πέντε και το μεγαλύτερο μόλις οχτώ χρονών. Τα παρατήσαμε, όμως, και πήγαμε στη μεταφορά. Μένοντας τα παιδιά μας μόνα τους έβαλαν τα κλάματα. Οι κρότοι από τις οβίδες και τα πολυβόλα, από τη μάχη που γινόταν πάνω από το χωριό, τα φόβισε περισσότερο. Σφίξαμε, όμως, όλες την καρδιά μας. Παρατήσαμε τα παιδιά μας στον φόβο και στο κλάμα και πήγαμε να βοηθήσουμε τα άλλα τα παιδιά. Αυτά που πολεμούσαν. Δεν τα ξέραμε, αλλά ήταν κι αυτά παιδιά δικά μας».
Η Ευτυχία Λαζοπούλου προσθέτει τον δικό της κρίκο στην αλυσίδα των μαρτυριών εκείνης της εποχής: «Ο άντρας μου πήγε οδηγός σε τμήμα και εγώ στη μεταφορά. Τα πέντε παιδιά μας τα αφήσαμε μόνα τους. Τα πυρομαχικά από το χωριό τα ανεβάζαμε στον Σταυρό και στο Εικόνισμα Πασιαλή τις πρώτες μέρες. Έπειτα στις Βρίζες και στα Λευκάδια. Αποστάσεις μισής ή μίας ώρας, τις κάναμε σε διπλάσιο ίσως και περισσότερο χρόνο. Εκτός από την ανηφόρα και από το φορτίο ήταν και οι σφαίρες και οι οβίδες. Γινόταν μάχη εκεί κοντά και έπεφταν συνέχεια. Κάθε τόσο σταματούσαμε για να προφυλαχτούμε. Στην αρχή φοβόμαστε. Έπειτα πια συνηθίσαμε και τις πολλές εκρήξεις από οβίδες και τα σφυρίγματα από σφαίρες. Γελούσαμε και πειραζόμαστε η μια με την άλλη, που μας έτυχε να πολεμάμε. Κάθε μέρα κάναμε δύο και καμιά φορά τρία δρομολόγια».
«Αναθυμιέμαι, με τι ενθουσιασμό και προθυμία, έσπευσαν οι Γιαννιώτισσες»
Η Φρόσω Ιωαννίδη ήταν μια ακόμη από της γυναίκες της Πίνδου. Είχε γεννηθεί το 1896 και πέθανε το 1986. Τον Μάρτιο του 1975 έδωσε μια ομιλία – διάλεξη που αναφερόταν στα όσα βίωσε κατά τον ελληνοϊταλικό πόλεμο. Αξίζει να δούμε ένα απόσπασμα από τα όσα συγκλονιστικά λέει: «Είναι μεγάλο το χάσμα του χρόνου. Μια 35ετία. Μεγάλο και το χάσμα της ζωής, (από μια κρίσιμη κι επικίνδυνη πλέον φάση της), για μια αποτύπωση, στο χαρτί, βιωμάτων-γεγονότων, όσο το δυνατόν ακριβέστερη. Κι είναι πολύ δύσκολο για μάς, με την ψυχρή τώρα λειτουργία της μνήμης, να πετύχουμε ώστε το παρελθόν, δραματικό και ιερό παρελθόν, να φωτίσει, έστω και για λίγο, τους ακροατές μας, γεφυρώνοντας αυτό το διπλό χάσμα, που προαναφέραμε.
Μα είναι καυτά τα γεγονότα, που θέλομε να ιστορήσουμε. Κι η μέθοδος απλή, που θ’ ακολουθήσουμε. Η μεθοδολογία, η τεχνοτροπία, που ακολουθούν οι ιστορικοί και οι νοσταλγοί διαφέρει, όσον και η φύσις των, οι σκοποί των, οι εποχές.
Υπάρχει όμως, πάντα εύγλωττη και απλή, ανά τους αιώνες μέθοδος, η από προσωπικής σκοπιάς διήγηση των γεγονότων-βιωμάτων, σίγουρος τρόπος για να διατηρηθούν και αυτά και η αρχική συγκίνησης, που τα περιβάλλει.
Αυτή την απλή, την ταπεινή μέθοδο, ακολουθούμε και μείς με την ελπίδα, ότι αποτίομε φόρον τιμής και -κατά δύναμιν- προσθέτομε, έστω και μίαν φτωχήν εικόνα, στο κεφάλαιο του παγκοσμίου πολέμου που αναφέρεται στην επίθεσιν της Φασιστικής Ιταλίας κατά της Ελλάδος και την συμβολήν της γυναίκας και του Ηπειρωτικού λαού εις την άμυναν της Πατρώας γης.
Έχουν γραφή πολλά για το θέμα. Ημείς δεν έχομε την πρόθεσιν ν’ αναλύσωμε ή να σχολιάσωμε. Θα περιοριστούμε μόνον στη γυναίκα και στον πληθυσμό του τόπου μας.
Πολλές, αναρίθμητες οι περιπτώσεις, που η Ελληνίδα, σαν μάνα, σαν αδελφή, σαν γυναίκα, σαν στρατιώτης ακόμα, πολεμώντας πλάι στον άνδρα, έδωσε ζωντανό παρόν, στους αγώνες του Έθνους. Η μνεία μόνον μερικών ονομάτων, της Μπουμπουλίνας, της Δέσπως, της Μαντώς Μαυρογένους, της Μεσολογγίτισσας, της Σουλιώτισσας, αρκεί για να μας φέρει στο νου γεγονότα παλαιοτέρων εποχών.
Μ’ ας προχωρήσουμε, για να θυμηθούμε, την επάρατη εποχή του πολέμου του ’40 και τη συμμετοχή της Ηπειρώτισσας στον αγώνα και να σταθούμε, αποκλειστικά, στη Γυναίκα της Πίνδου, όπως την είδαμε με τα μάτια μας στο Ζαγόρι, τις πρώτες μέρες του πολέμου…
Αναθυμιέμαι, με τι ενθουσιασμό και προθυμία, έσπευσαν όλες οι Γιαννιώτισσες, από την πρώτη κι όλας μέρα, να παρακολουθήσουν τα μαθήματα εθελοντριών νοσοκόμων, από την Ελένη Πετραλιά και την Αθηνά- Μεσολωρά, στο σπίτι μου, πού το είχα παραχωρήσει, γι’ αυτόν τον σκοπόν.
Με τι λαχτάρα, ύστερα, τρέχαν στα νοσοκομεία να βοηθήσουν όλες τους πρώτους τραυματίες μας! Να ξενυχτάν, πάνω στο κεφάλι, των βαριά πληγωμένων, να τους περιποιούνται, να τους παρηγορούν, να τους παραχαϊδεύουν (και πρώτη η μάνα Καλλιόπη Λύκα). Να τους γράφουν τα γράμματα για τους δικούς των, να τους τα διαβάζουν και με κάθε τρόπο να προσπαθούν ν’ αλαφρύνουν τον πόνο τους.
Χρειάστηκε να πάω στο Ζαγόρι, να δω τους γονείς μου (η μάνα μου ήταν άρρωστη) κι άφησα τα δύο παιδιά μου, με μια Γυναίκα στην Κορίτιανη, στα Κατσανοχώρια. Ξεκινώ με τ’ αυτοκίνητο, ως τη Δοβρά, Εκεί μαθαίνω ότι η παραπέρα συγκοινωνία κόπηκε. Οι Ιταλοί, έφθασαν απ’ τον Αώο στο Βρυσοχώρι κι ότι είναι επικίνδυνο να προχωρήσω. Ούτε μέσον υπήρχε.
Τους βλέπω όλους ανάστατους, ξεσηκωμένους, να τραβάν άλλοι κατά δω, άλλοι κατά κει. Όμως δε βλέπω γυναίκες.
Πού ναι οι γυναίκες; ρωτάω. Οι γυναίκες! μου λέει ο ανθυπασπιστής της Δοβράς Σιμιτζής: Κουβαλάνε πολυβόλα και πολεμοφόδια και τ’ ανεβάζουν στη Γκαμήλα και Αστράκα.
Τ’ ακούω και δεν το πιστεύω. Πως είναι δυνατόν; Πως μπορούν ν’ ανεβούν γυναίκες φορτωμένες, σ’ αυτά τ’ απάτητα βουνά, π’ ανεβαίνουν μόνο τα ζαρκάδια;!! Πρωτάκουστο!
– Μα πως ανεβαίνουν; ρωτάω πάλι.
– Τις δένουμε, μου λέει ο Σιμιτζής, με χονδρές τριχιές, από τη μέση και οι χωροφύλακες, από την κορυφή, τις τραβάνε…
Κι αυτές βαρυφορτωμένες, σκαρφαλώνουν, σαν τα κατσίκια, πιασμένες, πότε από τις πέτρες, που προεξέχουν, πότε από ρίζες, γονατίζοντας και καμιά φορά από το βάρος, με κίνδυνο να γλιστρήσουν και να γκρεμοτσακιστούν στα βάραθρα που χαίνουν μπροστά τους. Ανεβαίνουν, κατεβαίνουν αδιάκοπα και ρίχνουν και τίποτε κοτρώνια στον εχθρό κάτω, πόχει φθάσει στα Τσερβαριώτικα καλύβια….
Μου πιάνεται η αναπνοή, σαν τ’ ακούω αυτά… Σαλεύει ο νους μου, θέλοντας ν’ αναπαραστήσει αυτή τη σκηνή! Μήπως ονειρεύομαι; Μήπως δεν ακούω σωστά;…
Ακούω κι ένα φτωχό δίστιχο. «Τις Ηπειρώτισσες για δες, στης Πίνδου τα βουνά, πως πολεμάν με πετριές, για την Ελευθέρια»!…
Επάνω σ’ αυτό, ας σας πω τι έλεγε μετά, ένας Ιταλός αξιωματικός στα Γιάννινα, στο σπίτι του γιατρού Λάππα: «Δεν είχε φοβηθεί το μάτι μου ποτέ, σας βεβαιώνω. Μα σαν είδα γυναίκα, σκαρφαλωμένη στην κορυφή του τρομερού βουνού, να μας κατρακυλάη κοτρώνια και να μας πολυβολή (φαντασία του αυτό) τρόμαξα, ομολογώ, και αφού την πολυβόλησα και την έριξα κάτω (κι αυτό φαντασία του) έσπευσα ν’ απομακρυνθώ» κ.λ.π….
Μετά από λίγο, εκλιπαρώ να μου δοθεί ένα στρατιωτικό άλογο, αφού δεν υπήρχε άλλο μέσον, και προχωρώ. Πως να εφοδιαστή το 15ο Σύνταγμα ενώ το πυροβολικό σφυροκοπούσε;….
Πρόβλημα τρομερό!! Πρόβλημα, πού απασχολούσε όλους…
Το μεγάλο αυτό πρόβλημα, το έλυσαν οι πλάτες των γυναικών και κοριτσιών του Ζαγορίου, που καθιερώθηκε πλέον επισήμως, ως μόνιμο μεταφορικό μέσον. Οι πλάτες αυτές, που έπρεπε ν’ αποθανατιστούν, έσωσαν την κατάστασιν…
Κουμπούνια, κουμπούνια, πηγαινοέρχονται, φορτωμένες πολεμοφόδια, ασταμάτητα και γυρίζουν, κουβαλώντας τραυματίες δικούς μας, που και πού και Ιταλούς, που παραξενεύονται και μένουν μ’ ανοιχτό το στόμα, σαν βλέπουν όλον αυτόν τον συναγερμό!…
Όλα ξεχάστηκαν, όπως έχουν ξεχαστεί κι άλλα προηγούμενα. Το Ζαγόρι, ιδίως, γνώρισε την εξαθλίωση, εγκαταλελειμμένο και παραγκωνισμένο απ’ όλους.
Οι δρόμοι, ακόμα, ελεεινοί, οι περισσότεροι, όπως τους είδε ο Γκόλτς – Πασάς. Αντικρίζεις, απ’ το ένα χωριό, ένα άλλο, ιδίως στο Ανατ. Ζαγόρι και νομίζεις πως απέχει μισή ώρα και όμως θέλεις μιας μέρας κυκλωτική διαδρομή, για να το πλησίασης!….
Σας κούρασα ίσως. Σχωρνάτε με. Σχωρέστε την αδυναμία του γελασμένου άνθρωπου, που όσο κι αν θέλει, δεν μπορεί να ξεφύγει από τα περασμένα. Όσο κι αν πασχίζει ν’ άνοιξη τα φτερά της φαντασίας του ν’ απλωθεί, να πετάξει ψηλά (όπως σαν ήταν νιος), να πιάσει τα μεγάλα, τ’ άπιαστα, μοιραίως θα χαμηλώσει για να κουρνιάσει στη φτωχή φωλιά του και ν’ αράξει σα σ’ απάνεμο λιμάνι, ευλαβικός προσκυνητής, στ’ άγια χώματα που τον γέννησαν». Όλη η συγκλονιστική μαρτυρία της Φρόσως Ιωαννίδη, δημοσιεύεται στο βιβλίο του Κώστα Λαζαρίδη «Το Ζαγόρι και η Γυναίκα της Πίνδου».
Η προσφορά των γυναικών της Πίνδου στο δύσκολο πόλεμο εναντίον των Ιταλών είναι αναμφισβήτητα ανεκτίμητη. Για όλες αυτές τις γυναίκες ο ποιητής Νικηφόρος Βρεττάκος (1911 – 1991) έγραφε: «Κι οι μάνες τα κοφτά γκρεμνά σαν Παναγιές τ’ ανέβαιναν.
Με την ευκή στον ώμο τους κατά το γιό πηγαίναν και τις αεροτραμπάλιζε ο άνεμος φορτωμένες κι έλυνε τα τσεμπέρια τους κι έπαιρνε τα μαλλιά τους κι έδερνε τα φουστάνια τους και τις σπαθοκοπούσε, μ’ αυτές αντροπατάγανε, ψηλά, πέτρα την πέτρα κι ανηφορίζαν στη γραμμή, όσο που μες στα σύννεφα χάνονταν ορθομέτωπες η μιά πίσω απ’ την άλλη»…
*Ο Γεώργιος Σαρρής είναι δημοσιογράφος – μέλος της ΕΣΗΕΑ, τιμηθείς από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας με το Βραβείο Αθ. Μπότση για την αντικειμενική και με πληρότητα παρουσίαση ιστορικών πολιτικών θεμάτων.