Με τα κλειδιά στα χέρια των καταστημάτων τους στην Κεντρική Αγορά του Ρέντη θα πάνε οι χονδρέμποροι φρούτων και λαχανικών τη Δευτέρα το πρωί στη συνάντηση που θα έχουν με τον υφυπουργό Περιφερειακής Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας, Ντίνο Ρόβλια, προκειμένου να του τα καταθέσουν εκφράζοντας με αυτό τον τρόπο τη διαφωνία τους για τα ισχύοντα ποσοστά κέρδους στα οπωροκηπευτικά.
Στο μεταξύ ο Σύνδεσμος Εμπόρων Κεντρικής Λαχαναγοράς Αθηνών έχει ήδη ενημερώσει το υπουργείο για προβληματική συμπεριφορά που δέχονται «από υπάλληλο της ΥΠΕΑ, ο οποίος δεν περιορίζεται απλά να ελέγχει τις επιχειρήσεις, αλλά επιδεικνύει απρεπή συμπεριφορά, προσβάλλει και καθυβρίζει τους ελεγχόμενους εμπόρους και ταυτόχρονα απειλεί με νέους ελέγχους όσους τολμούν να ασκήσουν το προβλεπόμενο από το νόμο δικαίωμά τους για προσφυγή στο Γενικό Γραμματέα Εμπορίου» και το θέμα διερευνάται από τις αρμόδιες υπηρεσίες του υπουργείου.
Οι έμποροι ζητούν να καταργηθούν τα ποσοστά κέρδους στην εμπορία οπωροκηπευτικών προϊόντων, για να λειτουργήσει ο νόμος της προσφοράς και της ζήτησης.
Διότι «τι νόημα έχει να υπάρχουν, ουσιαστικά, ποσοστά κέρδους για το 20%, ενώ στο 80% της λιανικής δεν ισχύουν στην πράξη ποσοστά κέρδους; Τι νόημα έχει να έχουν ποσοστά κέρδους τα μαϊντανά, τα άνηθα, οι κόκκινες και οι κίτρινες πιπεριές, το μάνγκο και το αβοκάντο, οι πατάτες, οι τομάτες και οι φράουλες, όταν δεν έχουν ποσοστά κέρδους το ψωμί, το λάδι, τα γαλακτοκομικά προϊόντα, το κρέας, τα ψάρια, τα όσπρια, τα ζυμαρικά, το πετρέλαιο θέρμανσης, τα ενοίκια και τα είδη ρουχισμού;» όπως αναφέρουν σε σχετικό υπόμνημά τους προς την πολιτική ηγεσία του υπουργείου.
Σημειώνεται ότι με τα άρθρα 2 & 3 της Αγορανομικής Διάταξης 7/2009 επιβάλλονται ποσοστά κέρδους στην εμπορία οπωροκηπευτικών προϊόντων και φρούτων, με τα οποία όμως ο κλάδος εκτιμά ότι καθίσταται αδύνατη η πραγματοποίηση των σκοπών της επιχειρηματικής δραστηριότητάς τους.
Τα ισχύοντα ποσοστά κέρδους, σημειώνεται στο υπόμνημα, καθορίζουν ουσιαστικά τη διαμόρφωση των τιμών και παρεμποδίζουν την οικονομική λειτουργία των επιχειρήσεων.
«Γιατί χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το κόστος μιας οργανωμένης επιχειρήσεως στον κλάδο, όπως το κόστος αυτό διαμορφώνεται υπό συγκεκριμένες, από άποψη τόπου και χρόνου, οικονομικοτεχνικές συνθήκες, επιβάλλονται αυθαίρετα ποσοστά κέρδους, που δεν καλύπτουν ούτε το κόστος λειτουργίας μιας επιχειρήσεως του κλάδου μας, αλλά ούτε αφήνουν οιοδήποτε περιθώριο κέρδους για την επιχείρηση.
Άλλωστε στην καθημερινή εμπορική πρακτική τα ποσοστά κέρδους έχουν ουσιαστικά καταργηθεί γιατί: α) οι παραγωγοί και οι “ψευτοπαραγωγοί” των λαϊκών αγορών δεν ελέγχονται για τις τιμές πώλησης των προϊόντων τους προς τους καταναλωτές, β) έχει δοθεί η δυνατότητα στους επαγγελματίες πωλητές των λαϊκών αγορών να αγοράζουν απευθείας από τους παραγωγούς, εκδίδοντας δικά τους τιμολόγια αγοράς αγροτικών προϊόντων, και ως ευνόητο να διαμορφώνουν τις τιμές, σύμφωνα με τις επιθυμίες τους, γ) οι μεγάλες αλυσίδες super market, αγοράζουν και αυτές οπωροκηπευτικά προϊόντα και φρούτα απευθείας από τους παραγωγούς, εκδίδοντας δικά τους τιμολόγια αγοράς αγροτικών προϊόντων, και διαμορφώνουν τις τιμές κατά βούληση. Όλοι οι ανωτέρω καλύπτουν το 80% της λιανικής εμπορίας οπωροκηπευτικών προϊόντων, ενώ οι επιχειρήσεις μας καλύπτουν μετά βίας το 20%».
Ο ανταγωνισμός μεταξύ των επιχειρήσεών του κλάδου σημειώνεται ότι είναι ιδιαίτερα έντονος, διότι διακινούν οι επιχειρήσεις ομοειδή και ιδιαιτέρως ευπαθή προϊόντα, τα οποία πρέπει να πωληθούν εντός ολίγων ωρών.
Από στοιχεία των εμπόρων δε σχετικά με τα προϊόντα (μήλα, αχλάδια, πορτοκάλια, λεμόνια, μανταρίνια) για τα οποία με αγορανομική διάταξη από το 1992, δεν ισχύουν ποσοστά κέρδους, προκύπτει ότι υπήρχε πάντοτε επάρκεια και πάντοτε πωλούνταν σε χαμηλές τιμές προς τον καταναλωτή ενώ με βάση την έκθεση της Eurostat για το 2009 τα φρούτα και τα λαχανικά στην Ελλάδα είναι τα φθηνότερα και τα ποιοτικότερα στην Ευρώπη και αυτό μεταφράζεται από τον κλάδο ότι «μεταξύ των άλλων, εμείς οι χονδρέμποροι έχουμε συμπιέσει το κέρδος μας».