Ένα ραδιόφωνο, κρυμμένο μέσα σ΄ένα καλάθι με κεράσια, ήταν το δώρο που έκανε στους κρατούμενους της Χούντας, ένας …δεσμοφύλακας- λοχίας που με κάθε μυστικότητα βοηθούσε τους δέκα τέσσερις νεαρούς φυλακισμένους από τη Χούντα.
Ήταν μέλη της αντιδικτατορικής οργάνωσης Θεσσαλονίκης του ΚΚΕ, της ΚΝΕ και της ΑΝΤΙ – ΕΦΕΕ, που «χτυπήθηκε» (εξαρθρώθηκε σύμφωνα με τις αρχές Ασφαλείας της εποχής) από το δικτατορικό καθεστώς, μαζί με εκατοντάδες άλλους συντρόφους τους από την Αθήνα, την Πάτρα και τα Ιωάννινα.
«Πληροφορούμασταν για όλες τις εξελίξεις από τους ραδιοφωνικούς σταθμούς του εξωτερικού, σε σημείο που ενημερώναμε και τον ίδιο το διοικητή των φυλακών, ο οποίος ήταν επίσης αντιχουντικός. Εκτός από το ραδιόφωνο, με τη βοήθειά του δεσμοφύλακα – λοχία καταφέραμε να περάσουμε μέσα στα κελιά εβδομήντα μαρξιστικά βιβλία, πράγμα αδιανόητο για την εποχή».
Τα παραπάνω ανέφερε ο Βασίλης Δεμουρτζίδης, ένας από τους συλληφθέντες και βασανισθέντες το Φεβρουάριο του 1974, στη διάρκεια παρουσίασης του βιβλίου, του δημοσιογράφου Λάμπρου Τόκα, με τίτλο «Τα παιδιά του Φλεβάρη», που πραγματοποιήθηκε απόψε στην ΕΣΗΕΜ-Θ.
Στο βιβλίο φιλοξενούνται οι προσωπικές μαρτυρίες είκοσι αγωνιστών της Αριστεράς – και ενός πρώην ΕΣΑτζή – οι οποίοι υπέστησαν άγρια βασανιστήρια από τα όργανα του καθεστώτος.
Ο συγγραφέας ανέφερε ότι ήταν ιδιαίτερα δύσκολο να πείσει τους συλληφθέντες εκείνης της εποχής, να αναφερθούν στα όσα υπέστησαν,ύστερα από σαράντα ολόκληρα χρόνια, γιατί, όπως είπε χαρακτηριστικά, δεν πρόκειται για μια απλή αφήγηση, αλλά για τραυματική εμπειρία, για «σκάλισμα ψυχής».
Ο κ. Τόκας τόνισε επίσης, ότι τα όργανα της χούντας κατάφεραν κατάφεραν να επιφέρουν ισχυρό πλήγμα στις αντιστασιακές οργανώσεις, καθώς, σε ορισμένες απ΄αυτές είχαν διεισδύσει πράκτορες και δωσίλογοι, ενώ δικαιολόγησε τους συλληφθέντες που έδωσαν πληροφορίες επειδή -όπως είπε χαρακτηριστικά – οι άνθρωποι έχουν διαφορετικές αντοχές απέναντι στα βασανιστήρια.
Καταλήγοντας, επισήμανε ότι το ερώτημα που κυριαρχεί από εκείνη την εποχή είναι αν η Αριστερά μπορεί να συμπαραταχθεί και να αναλάβει κοινή δράση, ένα ερώτημα – που όπως υπογράμμισε – σήμερα είναι επίκαιρο όσο ποτέ.