Τρεις μήνες έχουν περάσει από την στιγμή που η στυγερή δολοφονία του Γιώργου Καραϊβάζ έξω από το σπίτι του στον Άλιμο «πάγωνε» το πανελλήνιο.
Η σύζυγος του δημοσιογράφου Γιώργου Καραϊβάζ, η οποία βρισκόταν εκείνη την στιγμή στο σπίτι τους και τον περίμενε για να απολαύσουν όλοι μαζί το μεσημεριανό τους φαγητό, θυμήθηκε εκείνες τις πρώτες στιγμές.
Τις στιγμές που αντίκρισε το άψυχο σώμα του συζύγου της να κείτεται στο δρόμο μέσα σε μια λίμνη αίματος.
«Στη 01:49 το τελευταίο του τηλεφώνημα, όπου μου είπε “πού σας βρίσκω;” γιατί είχαμε ένα μικρό θεματάκι με τον Δημήτρη μας και του είπα “σπίτι”. Και μου λέει “Ωραία. Πεινάω, έχουμε κάτι να φάω;” Είχαμε το αγαπημένο του φαγητό, κοκκινιστό με ρυζάκι, του λέω, γιατί αυτός ήθελε με πατάτες τηγανητές. Βλέπαμε με τον Δημήτρη την τελετή του Φίλιππου και ο Δημήτρης έκανε χιούμορ “Κρίμα δεν πρόλαβε τα 100”. Χτύπησε το τηλέφωνο της συγκατοίκου και μου λέει: “Καλά, δεν έχεις πάρει χαμπάρι τίποτα; Εδώ πιο κάτω έχουν πέσει πυροβολισμοί, έχουν έρθει ασθενοφόρα, περιπολικά. Κοροϊδεύοντάς με γιατί εγώ ήμουν πάντα πιο κλειστή, σπίτι μου. Η ίδια είχε βγει να βγάλει φωτογραφίες για να το δώσει αποκλειστικό στο Γιώργο” ανέφερε αρχικά η Στάθα Καραϊβάζ στην εκπομπή «Αλήθειες με τη Ζήνα».
Στην συνέχεια η κ. Στάθα ανέφερε: «Όταν είπε αυτό της είπα “κλείσε”, ανοίγω την μπαλκονόπορτα, κοιτάζω κάτω από το σπίτι υπήρχε χώρος για να παρκάρει ο Γιώργος και κατευθείαν τον πήρα τηλέφωνο. Δεν έλεγε ούτε η κλήση σας προωθείται, ήταν νεκρό. Του είπα «Δημήτρη, μάς χτυπήσαν τον μπαμπά». Έβαλα ένα ζευγάρι παπούτσια και κατέβηκα κάτω. Στα 10 μέτρα από το σπίτι είδα το αυτοκίνητο που ήταν στο σημείο που έγινε η εγκληματική ενέργεια και προχωρώντας είδα τον Γιώργο μου πεσμένο κάτω κι ένα ρυάκι αίματος να τρέχει προς το σπίτι μας.
Στην αρχή ρωτούσα τους αστυνομικούς που ήταν εκεί αν ζει, αλλά συνειδητοποίησα ότι όπως ήμουν εγώ το σώμα του Γιώργου ήταν αριστερά και το ασθενοφόρο δεξιά από την άλλη πλευρά στο παρκάκι με ανοιγμένες τις πόρτες, είπα “Δε ζει. Τι βλακείες λέω; Δε ζει”.
Προσπάθησα να πάρω τηλέφωνο την αδερφή μου και πήρα τη μαμά μας, η οποία ήταν χαρούμενη. Μου λέει “Έλα παιδί μου τι κάνετε;” και της είπα “Όλα καλά μαμά, τη Γιούλα ήθελα”. Πήρα τη Γιούλα και της είπα “Κράτα ψυχραιμία, πάρε τον Νίκο να γυρίσει σπίτι να κρατήσει το παιδί. Σκότωσαν τον Γιώργο”. Πήρα τη θεία μου και της είπα “Κάθισε να σου πω κάτι. Έχουν σκοτώσει τον Γιώργο. Πες στον Δημήτρη και τον Στάθη να ανέβουν να το πουν στη μαμά, να την ετοιμάσουν και να την φέρουν στην Αθήνα”.
Στη συνέχεια πήρα τον παιδικό του φίλο τον Γρηγόρη, ο οποίος μένει στο χωριό και του λέω ‘Γρηγόρη μου σκότωσαν τον Γιώργο και θέλω να πας να το πεις στη μαμά του». Μου ήταν αδιανόητο να πάρω τη μαμά του Γιώργου τηλέφωνο. Τι να της πω τηλεφωνικά; ότι σκοτώσανε το παιδί σου;
Ο Δημήτρης ήταν εμβρόντητος και του είπα “Ψυχραιμία. Μείναμε οι δυο μας. Ο μπαμπάς έφυγε”. Κι εκεί άρχισε η αντίστροφη μέτρηση. Εκεί κόπηκε η ζωή μας στη μέση. Έμειναν τα όνειρά μας στη μέση. Δεν θα μπορέσω πάλι να μιλήσω στον Γιώργο μου. Δεν θα μπορέσει να μου μιλήσει, δεν θα μπορέσει να με αγκαλιάσει, δεν θα μπορέσει να μου πει μην ανησυχείς εγώ είμαι εδώ. Πολύ περισσότερο στο παιδί μας, όπου ήταν ένας υπέροχος πατέρας.
Ο Γιώργος έφυγε πολύ γρήγορα και δεν πρόλαβε να νιώσει ότι μας αφήνει πίσω του, γιατί πραγματικά μάς λάτρευε. Εάν τολμούσε κανείς να πει κακή κουβέντα για έμενα ή τον Δημήτρη, τον έβρισκε απέναντί του. Έφυγε με ψηλά το κεφάλι, μέσα σε 25 δεύτερα.
Πιστεύω οι άνθρωποι που το παρήγγειλαν και αυτοί που το εκτέλεσαν να το έχουν μετανιώσει. Είμαι σίγουρη. Γιατί δεν άξιζε κάτι τέτοιο, δεν είχε πειράξει ανθρώπους».