Στο 28,9% ήταν το ποσοστό του πληθυσμού της χώρας (3.043.869 άτομα) που βρίσκονταν σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού πέρυσι (εισοδήματα 2019), παρουσιάζοντας μείωση σε σχέση με το 2019 κατά 1,1 ποσοστιαίες μονάδες (3.161.936 άτομα ή 30% του πληθυσμού).

Από τη σχετική έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ, προκύπτουν, μεταξύ άλλων, και τα εξής:

Ο κίνδυνος φτώχειας ή κοινωνικός αποκλεισμός είναι υψηλότερος στην περίπτωση των ατόμων ηλικίας 18- 64 ετών (31,9%). Από αυτόν τον πληθυσμό, εκτιμάται ότι το 30,2% είναι Έλληνες και το 54% είναι αλλοδαποί που διαμένουν στην Ελλάδα.

Το κατώφλι της φτώχειας ανέρχεται στο ποσό των 5.266 ευρώ ετησίως ανά μονοπρόσωπο νοικοκυριό και σε 11.059 ευρώ για νοικοκυριά με δύο ενήλικες και δύο εξαρτώμενα παιδιά ηλικίας κάτω των 14 ετών και ορίζεται στο 60% του διάμεσου συνολικού ισοδύναμου διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών, το οποίο εκτιμήθηκε σε 8.777 ευρώ, ενώ το μέσο ετήσιο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών της χώρας εκτιμήθηκε σε 17.250 ευρώ.

ΕΛΣΤΑΤ: Νοικοκυριά σε κίνδυνο φτώχειας

Τα νοικοκυριά που βρίσκονται σε κίνδυνο φτώχειας εκτιμώνται σε 697.590 σε σύνολο 4.115.678 νοικοκυριών και τα μέλη τους σε 1.861.963 στο σύνολο των 10.514.769 ατόμων του εκτιμώμενου πληθυσμού της χώρας. Ο κίνδυνος φτώχειας για παιδιά ηλικίας 0- 17 ετών (παιδική φτώχεια) ανέρχεται σε 21,4%, σημειώνοντας αύξηση κατά 0,3 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2019, ενώ για τις ομάδες ηλικιών 18- 64 ετών και 65 ετών και άνω ανέρχεται σε 18,5% και 13,2%, αντίστοιχα.

Σε πέντε περιφέρειες (Ιόνια Νησιά, Αττική, Κρήτη, Νότιο Αιγαίο και Ήπειρος) καταγράφονται ποσοστά κινδύνου φτώχειας χαμηλότερα από αυτό του συνόλου της χώρας, ενώ σε οκτώ (Θεσσαλία, Στερεά Ελλάδα, Πελοπόννησος, Βόρειο Αιγαίο, Κεντρική Μακεδονία, Δυτική

Μακεδονία, Ανατολική Μακεδονία και Θράκη και Δυτική Ελλάδα) τα αντίστοιχα ποσοστά είναι υψηλότερα.

Το ποσοστό κινδύνου φτώχειας πριν από όλες τις κοινωνικές μεταβιβάσεις (δηλαδή μη συμπεριλαμβανομένων των κοινωνικών επιδομάτων και των συντάξεων στο συνολικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών) ανέρχεται σε 49,6% ενώ, όταν περιλαμβάνονται μόνο οι συντάξεις και όχι τα κοινωνικά επιδόματα, μειώνεται στο 23,6%. Αναφορικά με τα κοινωνικά επιδόματα, επισημαίνεται ότι αυτά περιλαμβάνουν παροχές κοινωνικής βοήθειας (όπως το Ελάχιστο Εγγυημένο Εισόδημα, το επίδομα στέγασης, το επίδομα θέρμανσης κ.λπ.), οικογενειακά επιδόματα (όπως επιδόματα τέκνων), καθώς και επιδόματα ή βοηθήματα ανεργίας, ασθένειας, αναπηρίας ή ανικανότητας, ή και εκπαιδευτικές παροχές.

Το ποσοστό κινδύνου φτώχειας μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις ανέρχεται σε 17,7%, ως εκ τούτου διαπιστώνεται ότι τα κοινωνικά επιδόματα συμβάλλουν στη μείωση του ποσοστού του κινδύνου φτώχειας κατά 5,9 ποσοστιαίες μονάδες ενώ, εν συνεχεία, οι συντάξεις κατά 26 ποσοστιαίες μονάδες. Το σύνολο των κοινωνικών μεταβιβάσεων μειώνει το ποσοστό του κινδύνου φτώχειας κατά 31,9 ποσοστιαίες μονάδες. Οι κοινωνικές μεταβιβάσεις (συμπεριλαμβανομένων των συντάξεων) αποτελούν το 34,9% του συνολικού ισοδύναμου διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών της χώρας, εκ του οποίου οι συντάξεις αναλογούν στο 87,3%, ενώ τα κοινωνικά επιδόματα στο 12,7%.

Το ποσοστό κινδύνου φτώχειας το 2020 είναι ελαφρώς υψηλότερο για τις γυναίκες (17,9%) σε σχέση με τους άνδρες (17,5%). Το ποσοστό κινδύνου φτώχειας για τους άνδρες σημείωσε μείωση κατά 0,2 ποσοστιαίες μονάδες το 2020 σε σχέση με το 2019, ενώ το ποσοστό των γυναικών μειώθηκε κατά 0,1 ποσοστιαίες μονάδες.

Το 5,6% των νοικοκυριών δήλωσε ότι το εισόδημα του αυξήθηκε κατά τους τελευταίους δώδεκα μήνες, ενώ το 21,9% των νοικοκυριών ότι μειώθηκε και το 72,5% των νοικοκυριών ότι παρέμεινε το ίδιο. Το 14,4% δήλωσε ότι ο κύριος λόγος αύξησης ή μείωσης του εισοδήματος ήταν η πανδημία, εκ των οποίων το 2,1% δήλωσε ότι αυξήθηκε το εισόδημα του και το 12,3% ότι μειώθηκε.

Το υψηλότερο εισόδημα μεταξύ των χαμηλότερων

Σε 6.079 ευρώ ανέρχονταν πέρυσι (εισοδήματα 2019) το υψηλότερο ατομικό ετήσιο εισόδημα για τον πληθυσμό της χώρας με το χαμηλότερο εισόδημα, ενώ για τον πληθυσμό με τα υψηλότερα εισοδήματα το χαμηλότερο ατομικό ετήσιο εισόδημα ήταν 12.315 ευρώ.

Αυτό προκύπτει από την έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ για την κοινωνική ανισότητα στη χώρα, η οποία κατατάσσει τα άτομα του πληθυσμού σε αύξουσα σειρά με βάση το εισόδημά τους (από το μικρότερο στο μεγαλύτερο) και στη συνέχεια χωρίζει τον πληθυσμό σε τέσσερα ίσα μέρη (με βάση το συνολικό αριθμό των ατόμων).

Ειδικότερα:

  • Το 25% του πληθυσμού στο 1ο τεταρτημόριο, με το χαμηλότερο εισόδημα, κατέχει το 10,4% του συνολικού εθνικού διαθέσιμου εισοδήματος, ποσοστό σταθερό σε σχέση με το 2019.
  • Το 25% του πληθυσμού στο 4ο τεταρτημόριο, με το υψηλότερο εισόδημα, κατέχει το 45% του συνολικού εθνικού διαθέσιμου εισοδήματος, ποσοστό αυξημένο κατά 0,1 ποσοστιαία μονάδα σε σχέση με το 2019.
  • Το 50% του πληθυσμού στο 2ο και 3ο τεταρτημόριο, με μεσαία εισοδήματα, κατέχουν το 44,6% του εθνικού διαθέσιμου εισοδήματος, ποσοστό μειωμένο κατά 0,1 ποσοστιαία μονάδα σε σχέση με το 2019.