Η απόφαση της βρετανικής κυβέρνησης να επιτρέψει τα ταξίδια από και προς την Ελλάδα πέρυσι το καλοκαίρι ενδέχεται να είχε σημαντικό αντίκτυπο στην εξάπλωση του κορονοϊού, σύμφωνα με έρευνα της υπηρεσίας Δημόσιας Υγείας της Αγγλίας (Public Health England), που δημοσιεύτηκε αυτή την εβδομάδα και επικαλείται σε δημοσίευμά του στο Sky News.
Η ανάλυση, που έγινε σε συνεργασία με την Κοινοπραξία Γονιδιωματικής Ανάλυσης COVID-19, αποκάλυψε πως η Ελλάδα ήταν η μεγαλύτερη πηγή εισαγωγής μολύνσεων μεταξύ Ιουνίου και Σεπτεμβρίου, οι οποίες αντιστοιχούσαν στο 21% των εισαγόμενων κρουσμάτων, σε σύγκριση με το 16 από την Κροατία και 14% από την Ισπανία.
Οι ταξιδιώτες που δεν ήταν υποχρεωμένοι να μπουν σε καραντίνα, όπως στην περίπτωση της Ελλάδας, ήταν πιο πιθανό να μεταφέρουν τον ιό με την επιστροφή τους, σημειώνουν ακόμη οι ειδικοί.
Από τις 4 Ιουλίου του 2020, δημιουργήθηκαν οι αποκαλούμενοι «ταξιδιωτικοί διάδρομοι» με χώρες που η βρετανική κυβέρνηση θεωρούσε χαμηλού ρίσκου σε σχέση με την COVID-19, επιτρέποντας σε όσους έρχονταν από αυτές τις περιοχές να αποφεύγουν την καραντίνα όταν έφταναν στην Αγγλία.
Για άλλες χώρες, όπως η Ισπανία και η Γαλλία, προβλεπόταν αυτοαπομόνωση 14 ημερών με την επιστροφή στο Ηνωμένο Βασίλειο. Ο «ταξιδιωτικός διάδρομος» για την Ελλάδα έμεινε ανοιχτός μέχρι τον Νοέμβριο.
Η έρευνα ακόμη δεν έχει αξιολογηθεί. Σύμφωνα με τον Dinesh Aggarwal από το πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ, έναν από τους συντάκτες της μελέτης, οι ταξιδιωτικοί περιορισμοί έκαναν μια «σημαντική διαφορά» και οι ταξιδιώτες που δεν χρειάστηκε να αυτοαπομονωθούν ήταν πέντε φορές πιο πιθανό να διασπείρουν τον ιό.
«Η αποτυχία να περιορίσουμε τα ταξίδια από και προς την Ελλάδα φαίνεται ότι οδήγησε στην αχρείαστη εισαγωγή μεγάλων ποσοτήτων του ιού», δήλωσε ο Simon Clarke, καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Ρέντινγκ.
«Είναι σαν να κλείνεις την πόρτα αλλά να αφήνεις ανοιχτό τον φεγγίτη», είπε ο Stephen Griffin, από το πανεπιστήμιο του Λιντς.