Ο Αργύρης Κωστάκης γεννήθηκε στα Εξάρχεια στις 17 Δεκεμβρίου 1964, μεγάλωσε στη Γκύζη και από το 1986 ζει στο Κόκκινο Λιμανάκι Ραφήνας. Την ίδια χρονιά ξεκίνησε και τη δημοσιογραφία ως ελεύθερος ρεπόρτερ στην ιστορική εφημερίδα Ακρόπολις και μέχρι σήμερα έχει δουλέψει σε πολλά και γνωστά ΜΜΕ της Ελλάδας.
Διαβάστε το τελευταίο του κείμενο στο aixmi.gr
«Αν -ας πούμε- ήμουν “πρόεδρος” μιας υποτιθέμενης εθνικής “επιτροπής” που θα επέλεγε τον κατάλογο με τα δέκα πράγματα που είναι η Ελλάδα, θα πρότεινα για την κορυφή να είναι πρώτο το παγκάκι. Πιστεύω ότι είναι το σήμα κατατεθέν αυτής της χιλιοταλαιπωρημένης χώρας από την αδιαφορία των πολιτικών.
Αν τα παγκάκια είχαν φωνή και μπορούσαν να τραγουδήσουν τις ιστορίες των ανθρώπων που έχουν ακούσει, θα γινόταν ένα θαυμάσιο cd.
Αν τα παγκάκια είχαν χέρια και μπορούσαν να γράψουν για τα όσα έχουν αισθανθεί, θα γινόταν ένα μαγευτικό βιβλίο.
Αν τα παγκάκια είχαν μάτια και μπορούσαν να αποτυπώσουν με μία κάμερα όσα αντίκρισαν, θα γινόταν μια ανυπέρβλητη κινηματογραφική ταινία.
Αν τα παγκάκια είχαν ψυχή (που μεταξύ μας μάλλον έχουν), θα σμίλευαν μια υπέροχη ποιητική συλλογή.
Αν τα παγκάκια ήταν ο Θεός, θα δημιουργούσαν για μόνο μία νύχτα στο σκοτεινό σεντόνι του ουρανού, μια παράσταση με φεγγάρια, αστέρια, μετεωρίτες, κεραυνούς και ουράνια τόξα.
Έχω αγαπημένα παγκάκια σε όσα μέρη -αυτά τα λίγα- της Ελλάδας που έχω ταξιδέψει. Λατρεύω τα παγκάκια. Στα πάρκα, τις πλατείες, τα λιμάνια, τους σταθμούς τραίνων και λεωφορείων, έξω από γήπεδα, στα ξωκλήσια, στις λεωφόρους, στο «πουθενά».
Όσο πιο παλιά τόσο πιο σοφά. Πιο αγνά. Με ταλαιπωρημένο από τον καιρό ξύλο. Με χαραγματιές με ονόματα ερωτευμένων. Κουρασμένα παγκάκια κάτω από σκιές δέντρων που δεν τα βλέπει ποτέ ο ήλιος. Μοναχικά παγκάκια που τα καίει η αρμύρα της θάλασσας. Βασανισμένα παγκάκια από βάνδαλους.
Ίσως να είναι το μόνο «ιερό» μέρος, πλέον, στην Ελλάδα του σύγχρονου κοινωνικού Εμφυλίου Πολέμου, που θα κάτσεις δίπλα-δίπλα με έναν άγνωστο και θα πεις καλημέρα, θα αισθανθείς άνθρωπος, θα πιάσεις ψιλοκουβέντα. Ένα υπαίθριο καφενεδάκι. Μια μικρή βιβλιοθήκη. Μια αυτοσχέδια Βουλή της γειτονιάς. Μια ποδοσφαιρική κερκίδα. Ένα ιδιότυπο ίντερνετ.
Στο παγκάκι θα ακούσεις τα πάντα. Θα αισθανθείς τα πάντα. Θα δεις όλα τα χρώματα. Θα ελπίσεις. Ένα πανανθρώπινο πανηγύρι. Μια ξαφνική γιορτή χωρίς πρωτόκολλο. Χωρίς προσκλήσεις και κώδικα ενδυμασίας. Όλοι είναι ευπρόσδεκτοι. Μωρά, μπόμπιρες, παιδιά, ερωτευμένοι έφηβοι, φοιτητές, δικηγόροι, γιατροί, δημοσιογράφοι, ταξιτζήδες, ηλεκτρολόγοι, αστυνομικοί, ηλικιωμένοι, παντρεμένοι, χωρισμένοι, αλλοδαποί. Όλοι, μα όλοι, έχουν δικαίωμα να ξαποστάσουν στο παγκάκι. Χωρίς εισιτήριο. Χωρίς φόρο. Εκτός κι αν φορολογήσουν και τα παγκάκια. Δεν το έχουν σε τίποτα εδώ που φτάσαμε!
Το παγκάκι είναι η Ελλάδα. Είναι η ανάσα πριν συνεχίσεις την ανηφόρα. Η μνήμη. Η στιγμή της απόφασης. Το μοιραίο φιλί. Η αγκαλιά. Η χειραψία. Το πρώτο ραντεβού. Το κλάμα και το γέλιο. Ένα τηλεφώνημα με την πλάτη να ακουμπάει κάπου. Το παγκάκι δεν έχει κενό. Έχει μπέσα και λόγο. Είναι αυτό που βλέπεις. Το γέρας της υπομονής.
Ποιος νοιάζεται (το ξέρω), αλλά οι γονείς μου μάλλον με «κόλλησαν». Θυμάμαι κάθε απόγευμα τον πατέρα μου να διαβάζει την εφημερίδα του, ΤΑ ΝΕΑ, μετά τη δουλειά στο παγκάκι στο πάρκο στα Παναθήναια στη λεωφόρο Αλεξάνδρας, και δίπλα του η μητέρα γαλήνια.
Το δικό μου αγαπημένο παγκάκι είναι στο εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου στη Ραφήνα. Εκεί που ο Ευβοϊκός είναι “στο χέρι σου. Εκεί που ήμουν χθες το βράδυ και σκέφτηκα, «γιατί ένας άνθρωπος να μη μπορεί να ζήσει πάνω από μία ζωές»; Πού είναι γραμμένο ότι δεν μπορείς να ξεκινήσεις από την αρχή; Ξανά και ξανά!»