Έντονη είναι η ανησυχία που έχει προκαλέσει στην επιστημονική κοινότητα η αύξηση των κρουσμάτων τις δύο τελευταίες ημέρες ιδιαίτερα στην Αττική. Οι ειδικοί κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου ζητώντας τη λήψη περαιτέρω μέτρων ώστε να περιοριστεί η διασπορά του κορονοϊού ενώ γίνονται συζητήσεις για το εάν τελικά είναι ορθό ή όχι το άνοιγμα των γυμνασίων και των λυκείων.
«Ο αριθμός των κρουσμάτων είναι στην πραγματικότητα διπλάσιος ή ακόμα και τριπλάσιος εκτιμώντας ότι αυτή τη στιγμή στη χώρα υπάρχουν 30.000 – 50.000 ενεργά κρούσματα» είπε την Πέμπτη (28/1) στον ΣΚΑΪ ο καθηγητής πνευμονολογίας και αντιπρόεδρος της ελληνικής πνευμονολογικής εταιρείας, Νίκος Τζανάκης. Εξέφρασε δε τον φόβο μήπως η χώρα επιστρέψει επιδημιολογικά στα δεδομένα του Νοεμβρίου.
«Η πολιτική των διαγνωστικών εξετάσεων εξακολουθεί να είναι μικρή. 30.000 τεστ σε πληθυσμό 10 εκατ. είναι πάρα πολύ μικρή, άρα δεν έχουμε την πραγματική εικόνα. Οι ασυμπτωματικοί ή αυτοί που έχουν λίγα συμπτώματα δεν ανακαλύπτονται. Εγώ πιστεύω ότι έχουμε διπλάσιο ή τριπλάσιο αριθμό από αυτά που διαγιγνώσκουμε καθημερινά που σημαίνει ότι αν έχουμε 2.000 – 2.5000 σε 15 μέρες, τότε μας δίνει ένα νούμερο ενεργών κρουσμάτων από 30.000 έως 50.000. Αυτό το πολύ βαρύ επιδημιολογικό φορτίο φοβίζει, γιατί αν το τρίτο κύμα ξεκινήσει, θα ξεκινήσει από ένα πολύ υψηλό σημείο με συνέπεια η πίεση στο υγειονομικό σύστημα θα είναι ίσως δυναμικότερη του Νοεμβρίου και των αρχών του Δεκεμβρίου», δήλωσε χαρακτηριστικά.
Δερμιτζάκης: Μου φαίνεται περίεργος ο τρόπος που αυξήθηκαν τα γραφήματα του ΕΟΔΥ
Από την πλευρά του ο καθηγητής Γενετικής στην ιατρική σχολή του πανεπιστημίου της Γενεύης, Μανώλης Δερμιτζάκης εξέφρασε τον προβληματισμό του για την προέλευση των κρουσμάτων.
«Μου φαίνεται περίεργος ο τρόπος που αυξήθηκαν τα γραφήματα του ΕΟΔΥ. Αυτή η αύξηση δεν είναι αυτής της εβδομάδας, αλλά της προηγούμενης. Δεν θεωρώ ότι οφείλεται στα σχολεία που είναι τα πρώτα που άνοιξαν, καθώς η μετάδοση μέσω των παιδιών έχει καθυστέρηση δεδομένου ότι μεταδίδουν λιγότερο και δεν έχουν συμπτώματα. Επομένως οι πρώτες μεταδόσεις που θα γίνουν στα σχολεία δεν θα φαίνονται. Για την αγορά δεν μπορούμε να πούμε ότι οφείλεται γιατί άνοιξε την προηγούμενη εβδομάδα. Τα κρούσματα έχουν αρχίσει να αυξάνονται σχεδόν από την αρχή της προηγούμενης εβδομάδα» ανέφερε.
«Ελπίζω τα κρούσματα να είναι κάποια υπολείμματα από τις γιορτές. Αν είναι από τότε, πρέπει να δούμε τον αριθμό αυτόν να σταθεροποιείται. Αν όμως συνεχίσουν να αυξάνονται θα είναι πολύ ανησυχητικό και ίσως να έχουν να κάνουν με την κινητικότητα των γονέων» συμπλήρωσε.
Σχετικά με τα μέτρα που πρέπει να λάβει η κυβέρνηση για να ανακόψει την πορεία των κρουσμάτων ο κ. Δερμιτζάκης εξέφρασε την άποψη ότι πρέπει να δοθεί προτεραιότητα στο άνοιγμα των γυμνασίων και των λυκείων και μετά στην αγορά.
«Με αυτά τα δεδομένα, κατά την προσωπική μου άποψη πρέπει να δοθεί προτεραιότητα στο άνοιγμα των γυμνασίων και των λυκείων και μετά στην αγορά. Με το click away δεν θα αλλάξουν πολύ τα πράγματα, γιατί θα υπάρχει συνωστισμός στις ουρές έξω από τα καταστήματα. Δεν αλλάζει την κινητικότητα», επεσήμανε.
Πρόσθεσε δε ότι η κυβέρνηση θα πρέπει να βρει έναν τρόπο να περιορίσει την κινητικότητα. «Ενώ στο πρώτο lockdown οι ώρες που είχαμε στα SMS σήμαιναν κάτι και ο κόσμος νόμιζε ότι αυτό το διαχειρίζεται η κυβέρνηση και ελέγχει, τώρα διαπίστωσαν όλοι ότι μπορούν να στέλνουν πολλαπλά μηνύματα και να βγαίνουν έξω, που σημαίνει ότι δεν υπάρχει περιορισμός κανένας. Αν τίθεται θέμα προσωπικών δεδομένων και δεν μπορεί η κυβέρνηση να ελέγχει ποιος βγαίνει, είναι εντελώς άχρηστη η χρήση του SMS. Εγώ προτείνω να περιοριστούν οι μετακινήσεις, με ποιο τρόπο θα το κάνει η κυβέρνηση δεν ξέρω», υπογράμμισε.
Αντίστοιχα, ο κ. Τζανάκης τόνισε ότι τα σχολεία θα πρέπει να ανοίξουν με πολύ μεγάλη προσοχή και να μην κλείσει οριζόντια η κοινωνία σε όλη την Ελλάδα, αλλά να ληφθούν εστιασμένα μέτρα στις περιοχές που υπάρχει πρόβλημα. «Για παράδειγμα θα μπορούσε το λιανεμπόριο στις κόκκινες περιοχές, όχι να κλείσει, αλλά να αλλάξει μορφή. Και σε αυτές περιοχές περιλαμβάνω και την Αττική. Δεν μπορούμε να κλείσουμε μια κοινωνία ξανά», επεσήμανε.