Ο Πρόεδρος της ΓΣΕΕ, Γιάννης Παναγόπουλος και ο αναπληρωτής γενικός Γραμματέας της Συνομοσπονδίας, Στάθης Ανέστης συνυπέγραψαν επιστολή, την οποία έστειλαν στην υπουργό Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλειας, Λούκα Κατσέλη με θέμα τη «Συρροή και επέκταση εφαρμογής των συλλογικών συμβάσεων εργασίας».
Η επιστολή έγραφε τα εξής:
«Ακρογωνιαίοι λίθοι του νομικού οικοδομήματος των συλλογικών συμβάσεων στη χώρα μας, σε απόλυτη εναρμόνιση με το ευρωπαϊκό και διεθνές δίκαιο, είναι οι διατάξεις που ορίζουν ότι:
α) Οι εθνικές γενικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας (ΕΓΣΣΕ) καθορίζουν τους ελάχιστους όρους εργασίας, που ισχύουν για τους εργαζόμενους όλης της χώρας.
β) Αν η σχέση εργασίας ρυθμίζεται από περισσότερες ισχύουσες συλλογικές συμβάσεις εργασίας, εφαρμόζεται η πιο ευνοϊκή για τους εργαζόμενους.
γ) Δίνεται η δυνατότητα στον υπουργό Εργασίας να επεκτείνει και να κηρύξει γενικώς υποχρεωτική για όλους τους εργαζόμενους του κλάδου ή επαγγέλματος συλλογική σύμβαση εργασίας, η οποία δεσμεύει ήδη εργοδότες που απασχολούν το 51% των εργαζομένων του κλάδου ή επαγγέλματος.
1. Όσον αφορά τη δυνατότητα για κήρυξη συλλογικής σύμβασης ως γενικώς υποχρεωτικής, με δηλώσεις σας φαίνεται να συμμερίζεσθε ότι η αντίθετη πρόβλεψη στο επικαιροποιημένο μνημόνιο αφενός θα προκαλέσει αθέμιτο ανταγωνισμό μεταξύ των επιχειρήσεων αφετέρου ότι αντιβαίνει στη συνταγματική αρχή για δικαίωμα ίσης αμοιβής για όμοια εργασία.
2. Όσον αφορά στη γενική πρόβλεψη του επικαιροποιημένου μνημονίου ότι η κυβέρνηση πρέπει να διασφαλίσει ότι οι συμβάσεις σε επίπεδο επιχείρησης υπερισχύουν των κλαδικών συμβάσεων, η ΓΣΕΕ επανειλημμένα έχει διατρανώσει τη θέση της ότι νομοτελειακά αυτό θα οδηγήσει σε “εργασιακή ζούγκλα”, σε διάλυση των εγγυήσεων που παρέχουν οι συλλογικές συμβάσεις και στην ανάδειξη των ατομικών συμβάσεων εργασίας ως ρυθμιστή των όρων εργασίας, καθεστώς κατάφωρα αντίθετο προς θεμελιώδεις διατάξεις του ελληνικού Συντάγματος και της διεθνούς έννομης τάξης.
Θεωρούμε ότι η παρ. 7 του άρθρου 2 του Ν. 3845/10 είναι αλυσιτελής και νομικά μετέωρη διάταξη, σύμφωνα με την οποία τα διάφορα είδη συλλογικών συμβάσεων μπορούν “να αποκλίνουν” μεταξύ τους, καταλείποντας σε υπουργική απόφαση την εξειδίκευση.
Παρόλο που η νομοθετική διάταξη αυτή, όπως είναι διατυπωμένη, δε μπορεί να παράξει έννομα αποτελέσματα, δεδομένου ότι παραμένουν με ισχύ άλλες θεμελιώδεις διατάξεις του Ν.1876/90 περί συρροής συμβάσεων με κριτήριο υπερίσχυσης την ευνοϊκότερη ρύθμιση, όπως και της υπερίσχυσης της ΕΓΣΣΕ έναντι όλων, ήδη κάποιοι (ελάχιστοι) επιτήδειοι εκμεταλλευόμενοι τη γενικευμένη σύγχυση έσπευσαν να επωφεληθούν με ιδιοτελείς σκοπούς, επικαλούμενοι προσχηματικά δικαίωμα από μία μη νομικά εφαρμόσιμη διάταξη.
Μετά την ανάληψη των νέων καθηκόντων σας αναλάβατε τη δέσμευση ότι θα ρυθμίσετε (νομοθετικά) το ζήτημα, αναγνωρίζοντας ότι η διάταξη αυτή δεν πρέπει να έχει γενική, οριζόντια εφαρμογή αλλά θα αφορά μόνο επιχειρήσεις, που αποδεδειγμένα και με αντικειμενικά κριτήρια απειλούνται να κλείσουν, ώστε να μην απολυθούν εργαζόμενοι, ότι θα ισχύει μόνο για περιορισμένο χρονικό διάστημα, με κατώφλι πάντοτε την ΕΓΣΣΕ και ότι θ’ αποτελεί μέρος ενός γενικότερου σχεδίου διάσωσης της επιχείρησης με σύμπραξη Τραπεζών, δανειστών κλπ.
Η καθυστέρηση υλοποίησης της δέσμευσής σας αυτής έχει επιτρέψει σε επιτήδειους να επωφεληθούν, όπως προελέχθη, της συγχύσεως που προκάλεσε η “πονηρή” διάταξη του άρθρου 2 παρ.7 του Ν.3845/2010 και κατ’ επέκταση να πυροδοτηθεί σειρά δημοσιευμάτων στον Τύπο και στην Τηλεόραση, που τροφοδοτούνται από άστοχες και άκαιρες δηλώσεις αλλά και αναλύσεις, προβλέψεις, εκτιμήσεις ειδικών και μη.
Η ΓΣΕΕ, κυρία υπουργέ, θεωρεί ότι πρέπει να λάβετε άμεσα νομοθετική πρωτοβουλία για ν’ αποσαφηνισθεί το θολό τοπίο και να σταματήσει η πλήρης εργασιακή ανασφάλεια που βιώνουν οι εργαζόμενοι, στην κατεύθυνση σεβασμού του Συντάγματος, των Διεθνών Συμβάσεων Εργασίας και του ευρωπαϊκού νομικού και κοινωνικού κεκτημένου, το οποίο είναι αδιανόητο να εφαρμόζεται στη συντριπτική πλειονότητα των Ευρωπαίων εργαζομένων πλην των Ελλήνων με την άσχετη και προσχηματική επίκληση των δημοσιονομικών προβλημάτων της χώρας. Άλλωστε ούτε η απαιτούμενη ανάπτυξη ούτε η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας προϋποθέτουν την κατεδάφιση των δικαιωμάτων των εργαζομένων, οι οποίοι έχουν ήδη υποστεί δυσανάλογες θυσίες για την έξοδο της χώρας από την κρίση».