Ανέκαθεν τα πολεμικά ημερολόγια και οι προσωπικές επιστολές αξιωματικών και οπλιτών αποτελούν μια άκρως ενδιαφέρουσα και πρωτόλεια πηγή των όσων διαδραματίζονται στα μέτωπα των μαχών. Τα όσα φριχτά έζησαν οι ηρωικοί πρόγονοί μας εκείνον τον βαρύ χειμώνα του 1940 που δεχθήκαμε την ιταλική επίθεση από τα βουνά της Αλβανίας, μας μεταφέρουν τα γράμματα ανθυπολοχαγών και έφεδρων λοχαγών.
Είδαν συνανθρώπους τους και φίλους από τα παιδικά χρόνια να χάνουν τη ζωή τους από τα εχθρικά πυρά, σκοπούς να σωριάζονται στα φυλάκια από το δριμύ ψύχος που μελάνιαζε το κορμί και οδηγούσε σε ακρωτηριασμούς των άκρων και άνδρες πάνω στη νιότη τους να αργοπεθαίνουν από τις κακουχίες.
Σήμερα με αφορμή την επέτειο συμπλήρωσης 80 χρόνων από το έπος του 1940, το newsbeast σας παρουσιάζει ανατριχιαστικά αποσπάσματα από τα ημερολόγια που κρατούσαν οι άνδρες του Ελληνικού Στρατού που έδωσαν εκείνη την εποχή το αίμα τους, προκειμένου να ζούμε εμείς σήμερα ελεύθεροι.
«Ένας όλμος βγάζει έξω τα σωθικά του λοχαγού μου»
Αποσπάσματα από το πολεμικό ημερολόγιο του έφεδρου ανθυπολοχαγού Νίκου Παπαβασιλείου που υπηρέτησε στον 1ο Λόχο του 1ου Τάγματος του 40ού Συντάγματος Ευζώνων
«8 Ιανουαρίου 1941. Έχει ξεσπάσει χιονοθύελλα. Το κρύο είναι αφόρητο. Απέχουμε από τους Ιταλούς 80 με 100 μέτρα. Μας χωρίζει ένας αυχένας γυμνός στην κορυφή του Μάλι Σπατ, όπου το παγωμένο χιόνι είναι πάνω από 2 μέτρα. Οι στρατιώτες προσπαθούν να κρατηθούν στη ζωή. Δύο πάγωσαν και πέθαναν στην σκοπιά. Ένας άλλος βρέθηκε παγωμένος στ’ αντίσκηνο. Προσπαθούμε να κρατήσουμε όσους μπορούμε στη ζωή. Ένας – ένας ξετρυπώνουν (σ.σ. οι φαντάροι) σαν φαντάσματα, λυσσάρα σωστά, αδύνατοι, αξύριστοι, κουρελήδες, με κατακόκκινα ματιά από τον καπνό και την αϋπνία, χωρίς φαγητό για πέντε μέρες. Το δράμα μας εξελίσσεται σε τραγωδία. Τα πόδια των περισσότερων έχουν πρηστεί και πονάνε φοβερά, μελανιάζουν. Αρχίζει έτσι η διαρροή οπλιτών. Μα δεν μπορούμε να τους μεταφέρουμε πίσω. Τα κρυοπαγήματα εξελίσσονται σε δευτέρου και τρίτου βαθμού. Οι στρατιώτες δεν είναι ικανοί να ανέβουν στις σκοπιές. Αρνούνται να σηκωθούν. Οι αξιωματικοί, αν και βρισκόμαστε στην ίδια κατάσταση, εφαρμόζουμε βία, κάποτε μάλιστα με το πιστόλι στο χέρι τους απειλούμε, αφού ο εχθρός απέναντι καραδοκεί.
Κυριακή 16 Ιανουαρίου 1941. Αποφασίζουμε να ξεμπερδέψουμε με τους Ιταλούς. Θα επιτεθούμε. Ετοιμαζόμαστε και αθόρυβα πλησιάζουμε την αυγή και ορμούμε. Οι Ιταλοί σκοποί αιφνιδιάζονται και σκοτώνονται μισοκοιμισμένοι, καθιστοί και ανύποπτοι μέσα στα κτισμένα με ξερολιθιά πολυβολεία τους. Φωνάζουμε «Αέρα», ρίχνουμε χειροβομβίδες, πυροβολούμε και προχωρούμε συνεχώς. Ξαφνικά, αντικρίζω τον λοχία ουραγό μου Σπυρόπουλο να σφαδάζει στα χιόνια. Έχει τραυματιστεί στα δυο του πόδια. «Αφήστε με, τρέξτε μπροστά, με παίρνετε αργότερα», φωνάζει. Σε λίγο οι Ιταλοί αντεπιτίθενται. Το Πυροβολικό τους και οι όλμοι βάλουν ακατάπαυστα. Βαλλόμαστε και απ’ το αριστερό ύψωμα με πολυβόλα. Πολλοί τραυματίζονται και μερικοί πέφτουν νεκροί. Κύματα Ιταλών αντεπιτίθενται. Προσπαθούμε να τους συγκρατήσουμε. Γίνεται χαλασμός. Μας κυκλώνουν. Ένας όλμος σκοτώνει το λοχαγό Δασκαλόπουλο. Του βγάζει τα σωθικά έξω. «Πίσω, πίσω παιδιά» φωνάζω. Οπισθοχωρούμε βουλιάζοντας στο χιόνι. Ο λοχίας Σπυρόπουλος εγκαταλείπει βαριά τραυματισμένος. Ακούεται να φωνάζει απελπισμένος: «Αδέρφια, σώστε με». Τον μεταφέρουνε λίγο προς τα εδώ δύο στρατιώτες. Βουλιάζουν στο χιόνι. Δεν μπορούν. Αναγκάσθηκαν να τον αφήσουν. Έτσι ο δυστυχής έμεινε στο χιόνι. Ράγιζε η καρδιά μου ακούοντας τις παρακλήσεις του. Ποιος όμως να τολμήσει να ξεμυτίσει; Το απόγευμα έπαψε να ακούεται. Ίσως υπέκυψε στα τραύματά του ή σκεπάστηκε από τη χιονοθύελλα που είχε αρχίσει. Κρίμα στο παλληκάρι! Απολογισμός: Νεκροί αξιωματικοί 3, οπλίτες 14 και 8 τραυματίες εγκαταλείφθηκαν στα χιόνια».
«Με κτηνώδη περιέργεια αντικρίζω που αντάμωσε ο καθένας τον χάρο»
Απόσπασμα από το ημερολόγιο του εφέδρου λοχαγού Γρηγορίου Γεωργίου του 2ου Λόχου, του 2ου Συντάγματος Πυροβολικού
«10 Δεκεμβρίου 1940: Μετά την κατάληψη του υψώματος Γκαλίνα από το 2ο Τάγμα Πεζικού, περιφέρομαι με κτηνώδη περιέργεια για να δω το αποτέλεσμα της μάχης πριν σκεπάσει τα πάντα το χιόνι που πέφτει ακατάπαυστα. Στρατιώτες νεκροί, δικοί μας και Ιταλοί. Παγωμένοι, ανάκατα πεσμένοι, ανάσκελα, μπρούμυτα, κουλουριασμένοι, πλαγιαστά, τεντωμένοι, μερικοί κομματιασμένοι, πάνω σε βράχια, πίσω από πέτρες, κορμούς δέντρων, χωμένοι σε θάμνους, εμπρός σε πολυβολεία, μέσα σε λάκκους, χαρακώματα, εκεί όπου ο καθένας αντάμωσε το Χάρο, εκεί που η ψυχή έβγαζε το τελευταίο αχ!!».
«Οι φαντάροι έχουν χάσει τη συνοχή, διαλύονται»
Απόσπασμα από το ημερολόγιο του έφεδρου ανθυπολοχαγού Νίκου Καραντώνη, που υπηρέτησε στον 2ο Λόχο του 3ου Τάγματος του 6ου Συντάγματος Πεζικού
«13 Φεβρουαρίου 1941. Σήμερα θα γίνουν τα βαφτίσια στο πυρ του 20ού Συντάγματος για την ανακατάληψη των υψωμάτων Τρεμπέλ – Τομόρ. Οι στρατιώτες του είναι νέοι. Ο ρόλος του λόχου μου είναι εφεδρικός. Η θέση που έχω είναι πρώτης τάξεως θεωρείο. Κάθομαι στο γυλιό, κουκουλώνομαι καλά στη χλαίνη. Ο αέρας σφυρίζει δαιμονισμένα. Σήμερα δεν κινδυνεύω άμεσα. Το Πυροβολικό μας βάλλει στο Τρεμπέλ.
Τώρα ήρθε η σειρά του Πεζικού μας. Τα ιταλικά πολυβόλα λυσσάνε. Το Πυροβολικό τους χτυπά τους φαντάρους μας. Οι λόχοι μας πλησιάζουν την κορυφή. Με το πέρασμα της ώρας καταλαβαίνω ότι η επίθεση δεν πάει καλά. Βλέπω το λόχο που έκανε την έφοδο να γυρνά πίσω. Οι φαντάροι έχουν χάσει τη συνοχή, διαλύονται, υποχωρούνε τρέχοντας τον κατήφορο. Το χιόνι τους δυσκολεύει. Βλέπω πολλούς να πέφτουν στο χιόνι που βάφεται κόκκινο. Είναι νεκροί; Είναι τραυματίες; Δεν ξέρω. Θα το μάθω το βράδυ. Εβδομήντα άνδρες ήταν οι απώλειες του λόχου που διαλύθηκε. Και ήταν όλοι νέοι. Είχαν έλθει από τη Θεσσαλία. Ο δικός μας λόχος, που πολεμάει από την αρχή του πολέμου, δεν έφθασε ακόμη αυτό το ποσοστό».
«Είχαν δέσει τους Ιταλούς στο πολυβόλο για να μη φύγουν»
Απόσπασμα από το ημερολόγιο του εφέδρου ανθυπολοχαγού Θανάση Παρασκευαΐδη του 3ου Τάγματος του 22ου Συντάγματος
«6 Μαρτίου 1941. Με τους νοτιάδες, όταν το χιόνι άρχισε να λιώνει στη δυτική πλευρά του υψώματος Τριχαλωτού και στα νότια του τραπεζοειδούς, αποκαλύφθηκαν πτώματα Ιταλών. Ήταν μια αποκάλυψη της τρομερής μάχης που έδωσε εκεί η 17η Μεραρχία μας στις 5 – 7 Δεκεμβρίου του 1940 για την κατάληψη του 1532. Στα άκρα του γκρεμού, δεμένοι με αλυσίδα πάνω στο πολυβόλο, βρίσκονται 2 Ιταλοί στρατιώτες. Πιο πέρα κι άλλοι δεμένοι στα πολυβόλα τους. Τους είχαν δέσει για να μη φύγουν. Οι κορμοί των οξειών στις ρίζες τους, συγκρατούσαν στον κατήφορο αμέτρητα πτώματα Ιταλών, που φάνταζαν σαν τσαμπιά από σταφύλια.
Πιο κάτω ένας γκρεμός γεμάτος πτώματα. Πολλά ήταν ακέραια με ζωγραφισμένη τη φρίκη στο πρόσωπό τους, άλλα κομματιασμένα, άταφα από τις 8 Δεκεμβρίου. Διατάχθηκε μια διμοιρία του 2ου Λόχου με σκαπανικά να τους θάψει. Τάφηκαν επί τόπου. Μετά τρεις μέρες, ψηλότερα στο Τριχαλωτό ανακαλύφθηκαν άλλα πτώματα σε αποσύνθεση κάτω από το χιόνι. Διατάξαμε και πάλι την ταφή τους. Σκάβονταν λάκκοι. Με ραβδιά και ξύλα βελανιδιάς τους έσπρωχναν μέσα. Τα πτώματα έφεραν τσίγκινες ταυτότητες της Μεραρχίας Taro».
«Μας φέρονται με συγκινητική λεπτότητα»
Η μαρτυρία ενός συλληφθέντα Ιταλού αξιωματικού
Ενδιαφέρουσες είναι όμως και οι σημειώσεις ενός Ιταλού διοικητή τάγματος που αιχμαλωτίστηκε μαζί με επτά ακόμη αξιωματικούς και 140 στρατιώτες, στις 23 Ιανουαρίου 1941 από τις ελληνικές δυνάμεις. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο ίδιος, όχι απλώς δεν υπέστη κακομεταχείριση, αλλά «μας φέρονται και με συγκινητική λεπτότητα». Γράφει χαρακτηριστικά:
«Κατά τις εννέα το πρωί, οι Έλληνες επιτίθενται εκ των έμπροσθεν και εν των νώτων μεταξύ των υψωμάτων 450 και 346 επί του ποταμού Ντενιτσέ. Μετά από μια ώρα είχαν καταναλωθεί όλα τα πυρομαχικά. Δεν απομένει παρά μονάχα ο αγώνας σώμα προς σώμα. Άνισος αγών, ο οποίος απολήγει εις την αιχμαλωσίαν μας. Μεθ’ όλων των αξιωματικών του τάγματος, ωδηγήθημεν εις την ελληνικήν στρατιωτικήν διοίκησιν. Οι αξιωματικοί μας φέρονται με συγκινητική λεπτότητα.
* Ο Γεώργιος Σαρρής είναι δημοσιογράφος – μέλος της ΕΣΗΕΑ, τιμηθείς από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας με το Βραβείο Αθ. Μπότση για την αντικειμενική και με πληρότητα παρουσίαση ιστορικών πολιτικών θεμάτων.