Ο υπουργός Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής, Γιάννης Μανιάτης ζητάει από την Ευρωπαϊκή Ένωση την λήψη μέτρων για μείωση του ενεργειακού κόστους των ελληνικών επιχειρήσεων με αντιμετώπιση του πρόσθετου κόστους που προκύπτει από την αγορά δικαιωμάτων εκπομπής διοξειδίου του άνθρακα.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που προκύπτουν από σχετική μελέτη που υπέβαλε το ΥΠΕΚΑ στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το κόστος από την εφαρμογή της αντιρρυπαντικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την Ελλάδα φθάνει έως και τα 2,7 δισεκατομμυρίων ευρώ και σε απώλεια 40.000 θέσεων εργασίας.
Η πρόταση που υπέβαλε η χώρα μας στην ΕΕ προβλέπει να υπάρξει ειδική μέριμνα για χώρες που εμφανίζουν παρατεταμένη οικονομική ύφεση και για χώρες που η γεωγραφική τους θέση τις καθιστά ευάλωτες στον ανταγωνισμό από χώρες που δεν είναι ενταγμένες στον μηχανισμό δικαιωμάτων εκπομπών ρύπων CO2.
Σύμφωνα με τη μελέτη, οι επιπτώσεις από το άμεσο και έμμεσο κόστος εκπομπών, σύμφωνα με τις τρέχουσες τιμές των δικαιωμάτων εκπομπών στα χρηματιστήρια ενέργειας, εκτιμάται σε 380 εκατομμύρια ευρώ, ήτοι περίπου 0,2 % του ΑΕΠ, και σε απώλεια 5.500 θέσεων εργασίας ετησίως για την ελληνική οικονομία για την περίοδο 2013- 2020.
Με δεδομένη την πρόσφατη απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για το «backloading», δηλαδή την απόσυρση από την αγορά 900 εκατομμυρίων δικαιωμάτων εκπομπών προκειμένου να προκληθεί τεχνητή αύξηση των τιμών τους, οι επιπτώσεις εκτιμώνται έως και 2,2 δισεκατομμύρια ευρώ, ήτοι 1,1% του ΑΕΠ, και απώλεια 32.700 θέσεων εργασίας για την ελληνική οικονομία.
Σε περίπτωση που υπάρξει και εξαίρεση κλάδων από τη λίστα «διαρροής άνθρακα» τότε εκτιμάται επιπλέον κόστος 90- 550 εκατομμύρια ευρώ και επιπλέον απώλειες 1.200- 7.600 θέσεων εργασίας.
Τονίζεται ακόμη στην ελληνική πρόταση ότι:
- Η υποχρέωση των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων να αγοράζουν το σύνολο ή ένα τμήμα των δικαιωμάτων εκπομπής ρύπων CO2, οδηγεί σε αύξηση του ενεργειακού κόστους και έχει δυσμενείς επιπτώσεις στην ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων, που μπορεί να μεταφραστεί είτε σε αύξηση της ανεργίας, είτε σε οικονομική συρρίκνωση νευραλγικών τομέων της οικονομίας. Ειδικότερα, οι επιχειρήσεις που πλήττονται περισσότερο είναι αυτές που το κόστος παραγωγής τους συνδέεται σημαντικά με το ενεργειακό κόστος, καθώς και αυτές που δραστηριοποιούνται σε αγορές με ανταγωνισμό από εταιρείες τρίτων χωρών οι οποίες δεν επιβαρύνονται με το άμεσο ή έμμεσο κόστος των εκπομπών ρύπων.
- H Ευρωπαϊκή Ένωση προβλέποντας την κατάσταση αυτή σχεδίασε την Οδηγία 2009/29/ΕΚ με την οποία δίνει τη δυνατότητα για εφαρμογή ειδικών μέτρων για ορισμένες επιχειρήσεις, ώστε αυτές να ενισχύονται οικονομικά αντισταθμίζοντας την αύξηση στην τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος που προέρχεται από το κόστος εκπομπών ρύπων.
Ωστόσο, οι επιχειρήσεις αυτές στην Ελλάδα, λόγω της παρατεταμένης οικονομικής ύφεσης και λόγω της γειτνίασης με κράτη που δεν επιβάλουν περιορισμούς στις εκπομπές ρύπων, είναι περαιτέρω εκτεθειμένες στον κίνδυνο «διαρροής άνθρακα» (carbon leakage), δηλαδή στην αυξημένη πιθανότητα να μην μπορέσουν να αντεπεξέλθουν στην επιδείνωση της ανταγωνιστικότητάς τους.
Το ΥΠΕΚΑ ζητά από την ΕΕ την εφαρμογή ειδικών πολιτικών ενίσχυσης των ευάλωτων χωρών, οι οποίες θα αποβλέπουν στην αύξηση της ανταγωνιστικότητάς τους με παράλληλο σεβασμό, από την πλευρά των χωρών αυτών, όλων των δεσμεύσεων ενάντια στην κλιματική αλλαγή και στο φαινόμενο του θερμοκηπίου.
Σημειώνεται ότι το ενεργειακό κόστος και ειδικότερα το κόστος της ηλεκτρικής ενέργειας βρίσκεται το τελευταίο διάστημα στο επίκεντρο έντονων συζητήσεων μεταξύ της ΔΕΗ και των μεγάλων βιομηχανικών καταναλωτών ρεύματος, με τη ΔΕΗ να επισημαίνει ότι δεν μπορεί να διαθέτει ενέργεια κάτω του κόστους και τις βιομηχανίες να αντιτείνουν πως τα τιμολόγια του ηλεκτρισμού τις καθιστούν διεθνώς μη ανταγωνιστικές.