«Δεν είχαμε τρόπο να διαγνώσουμε ότι το πλοίο κατευθυνόταν στα βράχια. Εκείνοι που διασπάθιζαν το δημόσιο χρήμα, παρίσταναν τους προστάτες των τεχνών και μας διαβεβαίωναν ότι τα πάντα πάνε κατ’ ευχήν», δηλώνει ο Χρήστος Χωμενίδης, μιλώντας για την τελευταία δεκαετία πριν από το ξέσπασμα της κρίσης, σε συνέντευξη που παραχώρησε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ.
Προσθέτοντας πως κάθε μεταπολίτευση έμεινε στην Ελλάδα ατελής, ο Χρ. Χωμενίδης λέει για τη στάση που κρατάει με το πεζογραφικό του έργο απέναντι στην πραγματικότητα: «Εκείνο που εσκεμμένα ή ασυνείδητα κάνουμε όλοι εμείς οι αφηγητές είναι να δίνουμε ένα σχήμα στον κόσμο. Μια συνοχή στην αλληλουχία των ασύνδετων, θραυσματικών, τυχαίων εν πολλοίς συμβάντων, από τα οποία απαρτίζεται ο ιδιωτικός αλλά και ο δημόσιος βίος».
Ο πεζογράφος μιλάει ακόμα για την προσωπική τραγωδία που κρύβεται πίσω από το μυθιστόρημά του «Ο κόσμος στα μέτρα του», για τα λογοτεχνικά έργα, τις κινηματογραφικές ταινίες και τις μουσικές που τον διαμόρφωσαν, όπως και για το καινούργιο του βιβλίο στο οποίο καταπιάνεται με τη ζωή της μητέρας του: μια γυναίκα που απομακρύνθηκε από την αγωνιστή πεπατημένη της αριστερής της οικογένειας χωρίς να μπορέσουν να την κατηγορήσουν ότι λιποτάκτησε.
ΕΡ: Με το μυθιστόρημά σας «Ο κόσμος στα μέτρα του», που κυκλοφόρησε το 2012, εικονογραφείτε μιαν Ελλάδα η οποία έχει αρχίσει να βυθίζεται στην πολιτική αυθαιρεσία, τη δημόσια διαφθορά και τη συλλογική παρακμή πολύ πριν από το ξέσπασμα της κρίσης. Η φόρμα που διαλέγετε γι’ αυτό είναι ο τραγέλαφος. Υπήρξε ολόκληρη η μεταπολιτευτική περίοδος ένας τραγέλαφος ή κάπου χάθηκε και ένα αίτημα ανανέωσης και εκσυγχρονισμού, το οποίο δεν κατόρθωσε μέσα στη συνθήκη του τραγέλαφου να ευδοκιμήσει;
ΑΠ: Αυτό που αποκαλείτε «ημέτερο τραγέλαφο» προϋπήρξε -πιστεύω- της μεταπολίτευσης του 1974. Η πολιτική αυθαιρεσία, η διαφθορά του κράτους, η οικογενειοκρατία ως τρόπος στελέχωσης του δημόσιου βίου, το ρουσφέτι που ξεκινούσε από την κορυφή και έφθανε μέχρι τη βάση της κοινωνίας, κυριαρχούσαν στην Ελλάδα από όταν έγινε ανεξάρτητο κράτος, ενδεχομένως και πολύ ενωρίτερα, επί οθωμανισμού. Για αυτό και κάθε μεταπολίτευση, με σπουδαιότερες εκείνες του 1909 και του 1974, επαγγελλόταν την εξυγίανση των θεσμών και τη δημιουργία καινούργιων, ορθολογικών δομών. Για αυτό και κάθε μεταπολίτευση έμενε ημιτελής…
Προσωπικά, ως συγγραφέας και ως πολίτης, διαπλάστηκα σε μια περίοδο που όλα έδειχναν να πηγαίνουν από το καλό στο καλύτερο. Η διαρκής και επιταχυνόμενη οικονομική άνοδος είχε ως παρακολούθημά της και μια κάποια πολιτιστική άνθιση, σε επίπεδο -τουλάχιστον- αριθμών. Σας θυμίζω την εντυπωσιακή αύξηση του αριθμού των εκδιδόμενων βιβλίων, που πλησίασαν το 2008 τις δέκα χιλιάδες ετησίως. Σας θυμίζω τα ποσά που γαλαντόμα διένεμε το υπουργείο Πολιτισμού υπό μορφήν επιχορηγήσεων. Γαλαντόμα επί δικαίων και αδίκων…
Δεν χρειαζόταν να είσαι ιδιαίτερα ευφυής -εφόσον ζούσες στην πιάτσα- για να επισημάνεις περιστατικά και συμπεριφορές ιλαροτραγικές, βγαλμένες λες μέσα από τον «Γαργαντούα» του Ραμπελέ. Εκείνοι που διασπάθιζαν το δημόσιο χρήμα -μα και το μοίραζαν στους παρατρεχάμενούς τους- κυκλοφορούσαν δίπλα μας, παρίσταναν τους προστάτες των γραμμάτων και των τεχνών, μας διαβεβαίωναν κυρίως ότι τα πάντα βαίνουν κατ’ ευχήν. Δεν είχαμε λόγο να μην τους πιστέψουμε. Δεν είχαμε τρόπο να διαγνώσουμε ότι το πλοίο κατευθυνόταν προς τα βράχια. Εκείνοι, στο κάτω-κάτω, κρατούσαν το τιμόνι, κοίταζαν -υποτίθεται- την πυξίδα, ήξεραν πόσο γεμάτη ή πόσο άδεια ήταν η δεξαμενή των καυσίμων… Εμείς παρατηρούσαμε και καυτηριάζαμε τα φαιδρά τους καμώματα (στα πρώτα μου μυθιστορήματα το κάνω κατά κόρον) και υποστηρίζαμε κάθε εξυγιαντική προσπάθεια, στο μέτρο ωστόσο των δυνατοτήτων μας. Ένας συγγραφέας μπορεί να χλευάσει -λόγου χάριν- το πανηγύρι της κατάκτησης του ευρωπαϊκού ποδοσφαιρικού τροπαίου ή και των Ολυμπιακών Αγώνων, δεν είναι όμως σε θέση -πώς να είναι;- να υπολογίσει τις αντοχές του ασφαλιστικού συστήματος ούτε να κρούσει τον κώδωνα επειδή το δημόσιο έλλειμμα έχει βγει εκτός ελέγχου…
Η πίστη με την οποίαν, κακά τα ψέματα, είχαμε όλοι εμποτισθεί ήταν πως «Η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει». Ότι πάντα την τελευταία στιγμή, κατά ένα μεταφυσικό σχεδόν τρόπο, η μεγάλη καταστροφή αποφεύγεται, τα εγκλήματα μετατρέπονται σε πταίσματα, οι αμαρτίες συγχωρούνται. Και να που -όπως στο πετσί μας αντιλαμβανόμαστε κατά την τελευταία τετραετία- να που γελιόμασταν οικτρά!
«Ο κόσμος στα μέτρα του» γράφτηκε για να εξορκίσει το οδυνηρότερο γεγονός της ζωής μου: τον θάνατο του σχεδόν νεογέννητου γιού μου το 2008. Είχα ανάγκη να μεταπλάσω συγγραφικά όσα συνέβησαν πριν και μετά, να τα μεταφέρω σε διαφορετικό χωροχρόνο, να κάνω την ιστορία μυθιστόρημα, να προστρέξω -όπως θα το έθετε ο Καβάφης- εις την Τέχνην της Ποιήσεως, που «τα φάρμακά της κάμνουνε -για λίγο- να μη νοιώθεται η πληγή»…
Η προσωπική τραγωδία (η δικιά μου κι ακόμα περισσότερο της μάνας του παιδιού) προηγήθηκε της εθνικής μας τραγωδίας. Ενδεχομένως όμως η καλοπροαίρετη -ή συγγνωστή τουλάχιστον λόγω αφελείας- ύβρις που διέπραξε ο κεντρικός ήρωας του βιβλίου μου θα μπορούσε να διαβαστεί και σαν παραβολή για την Ελλάδα της μεταπολίτευσης.
ΕΡ: Κάτι το μελαγχολικά ευτράπελο υπάρχει και στο μυθιστόρημά σας «Λόγια φτερά» (2009), όπου δοκιμάζετε ένα παιχνίδι με την αρχαιότητα και το φημισμένο πρότυπο του αοιδού, ο οποίος μαγεύει με τα λόγια του το ακροατήριό του. Θα λέγατε ότι το βιβλίο σας αυτό είναι, εκτός των άλλων, κι ένα βιβλίο για την τέχνη της αφήγησης;
ΑΠ: Όταν το χώνεψα πως θα είμαι ισοβίως συγγραφέας -για το βεληνεκές μου θα αποφανθούν βεβαίως άλλοι-, άρχισα να αναρωτιέμαι για τη βαθύτερη φύση της εργασίας μου. Αναζήτησα θεωρητικά κείμενα σχετικά με την αφήγηση, το νόημα και την αναγκαιότητά της. Κατέληξα ότι εκείνο που εσκεμμένα ή ασυνείδητα κάνουμε όλοι εμείς οι αφηγητές είναι να δίνουμε ένα σχήμα στον κόσμο. Μια συνοχή στην αλληλουχία των ασύνδετων, θραυσματικών, τυχαίων εν πολλοίς συμβάντων, από τα οποία απαρτίζεται ο ιδιωτικός αλλά και ο δημόσιος βίος. «Γιατί να μας ακούνε ή να μας διαβάζουν οι άνθρωποι;» «Πρωταρχικά για αυτό!» κατέληξα.
Συγγραφέας γαρ, τύπος που ερεθίζεται από την εξαίρεση, από το σπάσιμο του κανόνα, προσπάθησα να επινοήσω μια κοινωνία η οποία δεν θα είχε ανάγκη, η οποία θα σνόμπαρε την αφήγηση. Αυτό είναι το νησί Γαρίδα, όπου ξεβράζει η θάλασσα τον αοιδό Τήνελλο, στο τελευταίο μέρος του «Λόγια φτερά».
Είχα βρει το φινάλε του μυθιστορήματος, είχα βρει και τον κεντρικό μου ήρωα, τον πρώτο, τον αρχετυπικό αφηγητή. Λαχταρούσα συνεπώς τώρα να τον βιογραφήσω από τα γεννοφάσκια του. Βούτηξα με τα μπούνια στον μεταμυκηναϊκό κόσμο. Επί έναν και πλέον χρόνο πριν αρχίσω να γράφω, έπαιρνα μαθήματα αρχαιογνωσίας από την Εριφύλη Μαρωνίτη, δημοσιογράφο αλλά και κλασική φιλόλογο. Όταν αισθάνθηκα έτοιμος, ξαναγεννήθηκα σαν Τήνελλος στα μέσα του 8ου π.Χ. αιώνα.
ΕΡ: Στο «Ύψος των περιστάσεων» (1995) διακωμωδείτε την εθνική μας αυταρέσκεια ενώ στο «Σπίτι και το κελί» (2005) καταπιάνεστε, πάλι σε περιγελαστικό τόνο, με την τρομοκρατία. Θεωρείτε την πολιτική αναπόσπαστο κομμάτι της λογοτεχνικής σας δουλειάς;
ΑΠ: Γαλουχήθηκα με την πολιτική. Διαμορφώθηκα με ηρωικές αφηγήσεις αλλά και με απομυθοποιητικές προσεγγίσεις. Η συμβολή των δικών μου στα κοινά δεν υπολογιζόταν τόσο με αξιώματα όσο με χρόνια στην εξορία και στη φυλακή. Η επαγγελία μιας δικαιότερης κοινωνίας τούς δονούσε μέχρι το τέλος της ζωής τους. Δεν δίσταζαν όμως ταυτόχρονα να βγάζουν τη γλώσσα σε δόγματα και σε θέσφατα και να πληρώνουν, εννοείται, το κόστος.
Ναι, ζω, αναπνέω την πολιτική από παιδάκι. Γι’ αυτό ακριβώς και δεν μπορώ να υποκύψω στη γοητεία όσων στις σημερινές δεινές ημέρες πλασάρονται σαν θαυματοποιοί, τάζουν στους πάντες τα πάντα, μην έχοντας άλλο στο νου τους απ’ την αναρρίχησή τους στην εξουσία. Ο λαϊκισμός, η μισαλλοδοξία, η δημαγωγία, τα παχιά λόγια τείνουν να κυριαρχήσουν στη δημόσια σφαίρα μας κι ετούτο είναι εφιαλτικό. Σίγουρα δε δεν έχει σχέση με την Αριστερά των αγώνων και των θυσιών, με την Αριστερά της σκληρής μελέτης και των εμπεριστατωμένων επιχειρημάτων που είχα εγώ την τύχη να γνωρίσω.
ΕΡ: Ήδη από το πρώτο βιβλίο σας, το πολυσυζητημένο «Σοφό παιδί» (1993), εκείνο το οποίο δεσπόζει στην αφήγηση είναι η άγρια σάτιρα και η εσκεμμένη υπερβολή. Η σάτιρά σας υπερβαίνει ευθύς εξαρχής τη φαρσοκωμωδία για να φιλοτεχνήσει έναν κόσμο τραγικής αμεριμνησίας. Εξηγείστε μου πώς ακριβώς κινείστε προς μια τέτοια κατεύθυνση. Με ποιους τρόπους μπορεί να αποκαλύψει η σάτιρα τις χρόνιες παθογένειες του κοινωνικού περιβάλλοντος;
ΑΠ: Συμβαίνει με εμένα το εξής παράδοξο: θεωρώ τον εαυτό μου ρεαλιστή, σχεδόν νατουραλιστή συγγραφέα. Πιστεύω ότι περιγράφω με ακρίβεια την πραγματικότητα, δεν αναγνωρίζω στο έργο μου τις εσκεμμένες υπερβολές τις οποίες εσείς -και άλλοι πεπαιδευμένοι και οξυδερκείς αναγνώστες- επισημαίνετε. Αντιλαμβάνομαι τον κόσμο γύρω μου ως φαρσικό αλλά και τραγικό ενίοτε. Ως κυνικό με εκλάμψεις μέγιστης τρυφερότητας. Με μια φράση, ό,τι βλέπω γράφω. Ίσως να πάσχω από κάποια αδιάγνωστη στρέβλωση του οπτικού νεύρου…
ΕΡ: Η παρωδία της πραγματικότητας ανακινεί μιαν ολόκληρη λογοτεχνική παράδοση η οποία συμπεριλαμβάνει στους κόλπους της και την κωμωδία. Ποιες είναι οι πηγές που σας διαμόρφωσαν;
ΑΠ: Πέρα από τις προσωπικές μου, άμεσες εμπειρίες, διαπλάστηκα σε μεγάλο βαθμό απ’ τη λογοτεχνία και τον κινηματογράφο. Θυμάμαι, σε ηλικία δύο ή δυόμιση ετών, τον πατέρα μου να με κρατάει στην αγκαλιά του και να μου διαβάζει τον «Δον Κιχώτη» ενώ από το μπομπινόφωνο ακουγόταν το «Αντάτζιο» του Αλμπινόνι. Το άρωμα του τσιγάρου του (τότε ακόμη το κάπνισμα δεν είχε δαιμονοποιηθεί) ολοκλήρωνε τη νηπιακή μου μυσταγωγία. Στα έξι μου, διάβασα τη «Μυστηριώδη νήσο». Ώσπου να τελειώσω το Δημοτικό, είχα εξαντλήσει σχεδόν τον Ιούλιο Βερν, σε εκείνες τις εξαιρετικές εκδόσεις του Πεχλιβανίδη και του Μίνωα. Με ενθουσίαζαν παράλληλα τα κόμιξ, από τα Μίκυ Μάους μέχρι τον σουρρεαλιστικό Κόκομπιλ. Από παιδί πήγαινα στο σινεμά μία ή και δύο φορές την εβδομάδα. Αστυνομικά με τον Μπελμοντό μα και Φελίνι, «Ο πόλεμος των κουμπιών» και «Ο Τζο ο Λεμονάδας» μα και «Κατσαριδάκι, αγάπη μου»…
Ο πατέρας μου με μύησε στην κλασική και στη σύγχρονη πεζογραφία, μου έδωσε στα δώδεκά μου τους «Κληρονόμους» του Μπαλζάκ και τον «Φύλακα στη σίκαλη». Ακόμη νωρίτερα είχα διαβάσει τον «Γιούγκερμαν» του Καραγάτση, μυθιστόρημα που συνέβαλε -δυστυχώς ή ευτυχώς- όσο κανένα άλλο στη λογοτεχνική όσο και στην αισθηματική μου διαμόρφωση.
Από τους ποιητές κυριαρχούσε στο σπίτι μας ο Καβάφης. Η γιαγιά μου η Λώρα, μια πληθωρικότατη φυσιογνωμία, αδελφή του Δημήτρη Γληνού, μου απήγγελλε την «Πόλι» και το «Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον» μέχρι να τα απομνημνεύσω. Στα δώδεκά μου κατέβασα από τη βιβλιοθήκη τα «Γραπτά ή Προσωπική μυθολογία» του Ανδρέα Εμπειρίκου. Μαγνητίστηκα. Λίγα χρόνια αργότερα θα ανακάλυπτα το περιοδικό «Πάλι» – απ’ τις σελίδες του θα μάθαινα τον Γιώργο Μακρή αλλά και τον υπερλεξιστή Άλεκ Σχινά…
Μπαλζάκ, Φλομπέρ, Τολστόι και Ντοστογιέφσκι, αυτά ήταν τα διαβάσματά μου κατά την ύστερη εφηβεία. Κι επίσης Φραντς Κάφκα, Τόμας Μαν, Μαρσέλ Προυστ, Τζακ Κέρουακ και Αλμπέρτο Μοράβια… Ως εμβληματικότερα ελληνικά μυθιστορήματα της γενιάς των γονιών μας θεωρώ το «Τρίτο στεφάνι» του Ταχτσή και το «Κιβώτιο» του Άρη Αλεξάνδρου. Εξακολουθούν επίσης να με συγκινούν τα σπαράγματα του Μάριου Χάκκα και οι νουβέλες του Δημήτρη Χατζή…
Ένας τρίτος πυλώνας της διαμόρφωσής μου ως προσωπικότητας στάθηκε το λαϊκό τραγούδι. Πέρασα και περνάω ατέλειωτες ώρες ακούγοντας προσηλωμένος Μάρκο και Τσιτσάνη, βρίσκοντας τη μαγεία του Γιοβάν Τσαούς, του Τάκη Σούκα και ασφαλώς του Άκη Πάνου, τον οποίον πρόφτασα να επισκεφθώ στην Ξάνθη και να του δώσω τα πρώτα μου μυθιστορήματα. Μαρίκα Νίνου, Στράτος Διονυσίου αλλά και Χατζιδάκις και Σαββόπουλος.
Και για να παραφράσω αυτόν τον τελευταίο -αυτόν τον σπουδαίο καλλιτέχνη που αδικείται από τη σημερινή συγκυρία- «μπορεί να μη γεννήθηκα στη Σαλονίκη, πρόλαβα όμως να δω τους ποιητές…»
ΕΡ: Τι ετοιμάζετε για το άμεσο ή για το προσεχές μέλλον;
ΑΠ: Με έχει απορροφήσει εδώ και δύο σχεδόν χρόνια η συγγραφή της «Νίκης».
Νίκη ονομάζεται η τριετής κόρη μου. Νίκη λεγόταν όμως και η γιαγιά της. Δεν συναντήθηκαν δυστυχώς, η μια πέθανε το 2008 και η άλλη γεννήθηκε το 2010. Ένιωθα στην αρχή την ανάγκη -ενδεχομένως και το χρέος- να «συστήσω» στην εγγονή την γιαγιά. Να καταγράψω για χάρη της τα γεγονότα της ζωής της μάνας μου, η οποία ζωή μόνο συνηθισμένη δεν υπήρξε: θυγατέρα του γραμματέα της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ, συνελήφθη το 1938 ως βρέφος εβδομήντα ημερών και στάλθηκε με τη μάνα της εξορία. Επιστρέφοντας επί Κατοχής στην Αθήνα, δέχθηκε τη στοργή και τη φροντίδα δύο θείων της, οι οποίες ήταν παντρεμένες με συνεργάτες των κατακτητών. Όταν, με την Απελευθέρωση το 1944, επέστρεψε ο μπαμπάς της από την Μέση Ανατολή και η μαμά της από το βουνό, η Νίκη αναβαπτίσθηκε ταχύρρυθμα στο σοσιαλιστικό ήθος. Ο παππούς μου διεγράφη από το Κόμμα το 1945 και από το 1948 έως το 1955 η Νίκη έζησε με τους γονείς της σε καθεστώς βαθιάς παρανομίας, σε μιαν αυλή στη Νέα Σμύρνη. Δεν πήγαινε σχολείο, δεν είχε πάρε-δώσε με τους γείτονες, ήξερε πως αν συνελάμβαναν τον πατέρα της, θα τον εκτελούσαν και η σταλινική ηγεσία του ΚΚΕ δεν θα έχυνε ούτε κροκοδείλιο καν δάκρυ… Όταν η Νίκη βγήκε στον έξω κόσμο, δεν ακολούθησε την αγωνιστική πεπατημένη: ερωτεύτηκε έναν άνθρωπο που δεν ήταν διόλου του γούστου των γονιών της και στην κυριολεξία κλέφτηκε μαζί του. Η επιλογή της στάθηκε τόσο έξω από τις προσλαμβάνουσές τους ώστε δεν μπορούσαν καν να την κατηγορήσουν πως λιποτάκτησε ή πως πουλήθηκε…
Όσο προχωρούσε η «Νίκη» τόσο συνειδητοποιούσα το πλήθος και τον πλούτο των ιστοριών που είχα ακούσει από παιδάκι. Και τόσο συνειδητοποιούσα πως η αντίληψη που έχω εγώ από πρώτο χέρι διαμορφώσει για την ελληνική ιστορία του 20ου αιώνα, χαλαρή σχέση έχει με την αριστερή ή με τη δεξιά εκδοχή των πραγμάτων.
Μην περιμένετε λοιπόν ένα ακόμα πολιτικό, νοσταλγικό, παραμυθητικό ανάγνωσμα. Η «Νίκη» θα μοιάζει περισσότερο με την «Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων». Ή με την «Άννα Φρανκ» εάν επιζούσε και ερωτευόταν…