Άλλο ένα εγκωμιαστικό άρθρο από διεθνές ΜΜΕ προστέθηκε στα προηγούμενα τα οποία εκθείαζαν την αντίδραση της Ελλάδας στην πανδημία του νέου κορονοϊού και τη διαχείριση της κρίσης.
Με εκτενές άρθρο η Washington Post αναλύει την επιτυχημένη τακτική που ακολούθησε η χώρα μας στη μάχη κατά της πανδημίας, κάνοντας ειδική αναφορά στα μέτρα που ελήφθησαν από πολύ νωρίς και στη συμβολή του καθηγητή Σωτήρη Τσιόδρα. Ωστόσο κρούει και καμπανάκι κινδύνου για τις οικονομικές επιπτώσεις της πανδημίας κάνοντας λόγο για «αναπόφευκτο ισχυρό πλήγμα». Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά «γλίτωσε το μεγάλο κόστος σε ανθρώπινες ζωές αλλά αναμένεται να πληρώσει το οικονομικό κόστος».
«Η Ελλάδα έχει έναν από τους γηραιότερους πληθυσμούς στην Ευρώπη, ένα σύστημα υγείας αποδυναμωμένο από μια δεκαετία λιτότητας και μακρύ ιστορικό ανυπακοής στις κρατικές εντολές. Καθώς ο κορονοϊός εξαπλωνόταν στην υφήλιο, υπήρχε ανησυχία στην Αθήνα ότι αυτοί οι παράγοντες θα μπορούσαν συνδυαστικά να οδηγήσουν σε μια μνημειώδη ανθρώπινη τραγωδία. Ωστόσο, προς έκπληξη πολλών εδώ, η Ελλάδα μέχρι στιγμής έχει αποφύγει αυτό το σκοτεινό σενάριο, και αποτελεί πλέον παράδειγμα για το πώς ακόμα και μια ευάλωτη χώρα μπορεί να περιορίσει τον ιό, εάν δράσει γρήγορα και πείσει τον κόσμο να λάβει σοβαρά την απειλή», αναφέρει το δημοσίευμα της Washington Post.
«Δείξαμε τον καλύτερο εαυτό μας… Και αυτό μας γεμίζει με περηφάνια και μας εξοπλίζει, ταυτόχρονα, με πρόσθετο κουράγιο να συνεχίσουμε τη μάχη» δήλωσε πρόσφατα ο Κυριάκος Μητσοτάκης, όπως υπενθυμίζει η εφημερίδα, προτού αναφερθεί στα στοιχεία που αποδεικνύουν την επιτυχία της ελληνικής προσέγγισης: «Ενώ η γειτονική της χώρα στη Μεσόγειο, η Ιταλία, συνεχίζει να ανακοινώνει ημερήσιους απολογισμούς θανάτων που κυμαίνονται στους 500, η Ελλάδα, με 1/6 του πληθυσμού, δεν έχει καταγράψει ποτέ περισσότερους από εννέα θανάτους την ημέρα».
Ο Αλέξανδρος Κεντικελένης, καθηγητής Πολιτικής οικονομίας και Κοινωνιολογίας στο πανεπιστήμιο Bocconi του Μιλάνου είπε στην εφημερίδα ότι «Οι άνθρωποι πίστευαν ότι το σύστημα υγείας της Ελλάδας δεν θα μπορούσε να αντεπεξέλθει».
Ενώ η Ελίντα Λαμπροπούλου που υπογράφει το ρεπορτάζ της εφημερίδας αναφέρει ότι «Υπό μία έννοια, οι Έλληνες ήταν προετοιμασμένοι για αυτήν την κρίση, έχοντας την εμπειρία μιας δεκαετίας βαθιάς οικονομικής ύφεσης. Δεν άργησαν πολύ να πειστούν ότι ένα γεγονός παγκόσμιας εμβέλειας θα μπορούσε να ανατρέψει ξανά την κανονικότητά τους».
Η Ελλάδα επέβαλε κοινωνικούς περιορισμούς σχετικά νωρίς στο πλαίσιο της πορείας του ξεσπάσματος του ιού στη χώρα, σημειώνει το άρθρο: «Έκλεισε τα σχολεία στις 10 Μαρτίου, όταν είχε κάτω από 100 επιβεβαιωμένα κρούσματα. Έβαλε λουκέτο σε καφέ, εστιατόρια, μουσεία και εμπορικά κέντρα στις 13 Μαρτίου, μετά τον πρώτο θάνατο, και επέβαλε εθνικό lockdown στις 23 Μαρτίου, όταν ο απολογισμός των νεκρών είχε φτάσει τους 17».
Σε αντιδιαστολή, σημειώνει ο αρθρογράφος, όταν η Ιταλία επέκτεινε το lockdown σε όλη την επικράτειά της στις 10 Μαρτίου, πάνω από 460 άτομα είχαν χάσει τη ζωή τους. Όταν επέβαλε το lockdown της η Ισπανία στις 14 Μαρτίου, είχαν καταγραφεί 190 θάνατοι. Όπως εξηγεί, ένας από τους λόγους που η Ελλάδα τέθηκε σε επιφυλακή τόσο νωρίς ήταν το αποδυναμωμένο σύστημα υγείας της χώρας. «Άλλες χώρες, με πολύ καλύτερες υποδομές και καλύτερη αναλογία κλινών ΜΕΘ-πληθυσμού διατήρησαν την ψευδαίσθηση ότι τα συστήματά τους θα μπορούσαν να ανταποκριθούν, έτσι καθυστέρησαν να λάβουν μέτρα».
Αυτή η επιτυχημένη, κατά τα άλλα, τακτική ανάγκασε το κράτος να κλείσει επιχειρήσεις ενώ σταδιακά σχεδόν το σύνολο της οικονομικής δραστηριότητας κατέβασε ρολά. Αυτό σύμφωνα με την αρθρογράφο σημαίνει ότι η Ελλάδα θα αντιμετωπίσει τεράστιους κλυδωνισμούς στην οικονομία της στην προσπάθεια να επανέλθει σε μια κάποια κανονικότητα.
Τέλος η αρθρογράφος κάνει ειδική μνεία στον λοιμωξιολόγο Σωτήρη Τσιόδρα λέγοντας ότι: «Τις αναφορές του, σύμφωνα με δημοσκοπήσεις , συντονίζονται κάθε μέρα στις 18.00 για να τις παρακολουθήσουν, τα δύο τρίτα των Ελλήνων. Καθισμένος πίσω από ένα γραφείο σε ένα φωτεινό δωμάτιο, παραθέτει τους αριθμούς και τις τελευταίες ιατρικές συμβουλές. Τις στεγνές αναφορές ακολουθούν συχνά προσωπικές σκέψεις και σχόλια για την ενότητα και τη συμπόνια. Η ανθρωπιά τους συγκινεί πολλούς Έλληνες».