Την κατηγορηματική διαβεβαίωση ότι «το νέο Πρόγραμμα Σπουδών αφορά τη θρησκευτική αγωγή και όχι την εκκλησιαστική κατήχηση», δίνει το υπουργείο Παιδείας με έγγραφό του που έχει διαβιβαστεί στη Βουλή από τα τέλη του Ιουλίου.
Στο ίδιο έγγραφο διευκρινίζεται ότι υπήρξε κοινή διαβούλευση της Επιτροπής εκπόνησης του νέου Προγράμματος Σπουδών με τη Διαρκή Ιερά Σύνοδο και τους Θεολόγους Σχολικούς Συμβούλους.
«Η πρόταση του νέου Προγράμματος Σπουδών στα Θρησκευτικά παρουσιάζει ένα μάθημα ανοιχτό και πλουραλιστικό, που διατηρεί τον γνωσιακό και παιδαγωγικό χαρακτήρα που είχε ως τώρα, αλλά επιπλέον λαμβάνει υπόψη τις μορφωτικές ανάγκες των σύγχρονων μαθητών και εμπλουτίζεται με περισσότερα στοιχεία για τις χριστιανικές παραδόσεις της Ευρώπης και τις άλλες μεγάλες θρησκείες» αναφέρει ο υφυπουργός Παιδείας Συμεών Κεδίκογλου και διευκρινίζει ότι «οι συντεταγμένες αυτές διαμορφώνουν ένα πρόγραμμα θρησκευτικού μαθήματος το οποίο ξεκινά και έχει επίκεντρο την ελληνορθόδοξη παράδοση του τόπου, την παράδοση της Ορθόδοξης Χριστιανικής Εκκλησίας.
Όπως επίσης αναφέρεται «κέντρο, αφετηρία και πρωταρχικό μέλημα του μαθήματος είναι η Ορθόδοξη πίστη και ζωή αλλά οφείλει και πρέπει να έχει ορίζοντα αναφοράς και διαλόγου και με τις άλλες χριστιανικές κατανοήσεις, τις άλλες θρησκευτικές παραδόσεις και τις σύγχρονες φιλοσοφικές ή άλλες μορφές πνευματικότητας».
Ο υφυπουργός Παιδείας κάνει γνωστό ότι οι βασικές Θεματικές Ενότητες που αφορούν την Ορθόδοξη Χριστιανική Πίστη θα επικεντρώνονται στην ορθόδοξη δογματική διδασκαλία, τη λατρεία, την πίστη και την οργάνωση της Εκκλησίας, τους αγίους της Ορθόδοξης Εκκλησίας, καθώς και τα πρόσωπα που εξέφρασαν την πίστη τα νεότερα χρόνια μέχρι τις ημέρες μας, τα κείμενα της Αγίας Γραφής, καθώς και τα πατερικά και αγιολογικά κείμενα, τα σύγχρονα θέματα ζωής που προσεγγίζονται σε σχέση με τη μαρτυρία της Ορθόδοξης Παράδοσης, τα κύρια ιστορικά γεγονότα και την πορεία του Χριστιανισμού με έμφαση στην Ορθόδοξη παράδοση και την σχέση του Ελληνισμού και του Χριστιανισμού.
Για τις αναφορές που θα γίνονται στις άλλες θρησκείες, ο υφυπουργός αναφέρει πως αυτές θα γίνονται «όπου αυτό κρίνεται σκόπιμο» και πάντως «σε ποσοστό όχι άνω του 10% επί της συνολικής διαπραγματευόμενης ύλης κάθε θεματικής ενότητας». Οι μαθητές δεν καλούνται να μελετήσουν σε βάθος άλλες θρησκείες αλλά απλώς να εντάξουν στο πεδίο των θρησκευτικών τους γνώσεων κάποια ακόμη στοιχεία για τις θρησκείες αυτές με δεδομένο κιόλας ότι οι θρησκειολογικές αναφορές στα βιβλία θρησκευτικών υπάρχουν ήδη από τη δεκαετία του ΄60 στο Γυμνάσιο ενώ στο Δημοτικό ήδη με τα ισχύοντα βιβλία του 2003-2006.
«Το Πρόγραμμα Σπουδών δεν μπορούσε να μη λάβει σοβαρά υπόψη του, ότι στον σύγχρονο κόσμο οι μαθητές έχουν πολλές ευκαιρίες να πληροφορηθούν-συχνά με ανορθόδοξο τρόπο έως και επιζήμιο- από πολλές πηγές (τηλεόραση-βιντεοπαιχνίδια κινηματογράφος-διαδίκτυο), δεδομένα που αφορούν στην πίστη και στη λατρεία ανατολικών κυρίως θρησκειών και των ποικίλων παραφυάδων τους, όπως εμφανίζονται στον δυτικό κόσμο», τονίζεται στο έγγραφο του υπουργείου Παιδείας για να καταλήξει ότι «επομένως, ένα σοβαρό σχολικό μάθημα Θρησκευτικών, που αισθάνεται τον παλμό των εξελίξεων στη σύγχρονη κοινωνία, δεν θα ήταν δυνατό να αδιαφορήσει για την σωστή και υπεύθυνη ενημέρωση των μικρών μαθητών με στόχο την αποφυγή της παραπληροφόρησης και των συνεπαγόμενων κινδύνων».
Σε κάθε περίπτωση το υπουργείο τονίζει ότι θα υπάρξει αξιολόγηση του Προγράμματος αυτού από μια εξωτερική επιτροπή κρίσης, όπως και σε όλα τα γνωστικά αντικείμενα. Διευκρινίζεται επίσης ότι το νέο Πρόγραμμα Σπουδών δεν είναι ένα διδακτικό εγχειρίδιο για τους μαθητές ούτε κατάλογος διδακτικών ενοτήτων αλλά ένα πλαίσιο εκπαιδευτικών αρχών, προσανατολισμών και διδακτικών προτάσεων καθώς ως βιβλία του μαθήματος των θρησκευτικών χρησιμοποιούνται τα ήδη υπάρχοντα.
Το έγγραφο διαβιβάστηκε στη Βουλή μετά από αναφορά που είχε κατατεθεί στη Βουλή από την Πανελλήνια Ένωση Γονέων Χριστιανική Αγωγή-Τμήμα Τρικάλων και άλλες ενώσεις και συλλόγους και είχε υιοθετηθεί από τον βουλευτή της ΝΔ Ηλία Βλαχογιάννη.