Σε όλη την Κρήτη η Μεγάλη Εβδομάδα γιορτάζεται με ξεχωριστή λαμπρότητα και κατάνυξη. Πληθώρα εθίμων και παραδόσεων αναβιώνουν αυτήν την μεγαλύτερη και πλουσιότερη γιορτή των ορθοδόξων χριστιανών.
Τα περισσότερα από τα έθιμα διατηρούνται μέχρι και σήμερα παρά τις σημαντικές κοινωνικές κι οικονομικές μεταβολές. Η φουνάρα και το κάψιμο του Ιούδα είναι από τα λίγα έθιμα που διατηρείται από την περίοδο της Τουρκοκρατίας μέχρι σήμερα στην Κρήτη.
Σε όλη την Κρήτη οι κοινωνίες έχουν εκχωρήσει στα παιδιά σχολικής ηλικίας την περισυλλογή των ξύλων για την φουνάρα. Οι μεγάλοι δεν «νομιμοποιούνται» σε καμία περίπτωση να ασχολούνται με αυτή την εργασία. Σε άλλες περιοχές της Κρήτης συγκεντρώνουν βάτους και θάμνους, σε αμπελουργικές περιοχές κλήματα από τα αμπέλια, σε ελαιοκομικές περιοχές λιόκλαδα και κλαδέματα, σε ορεινές περιοχές κατσοπρίνια και ασπαλάθους.
Η εργασία αυτή αποτελούσε άσκηση συλλογικότητας. Χρειαζόταν πολλά χέρια για να ξεριζώσουν και για να τραβήξουν τους μεγάλους όγκους. Συχνά δέκα, δεκαπέντε ή και παραπάνω παιδιά τραβολογούσαν στα χωράφια και στους δρόμους τεράστια βάρη. Η συμμετοχή στις εργασίες αυτές ήταν σχεδόν υποχρεωτική και ετύγχανε γενικότερης κοινωνικής αποδοχής.
«Έως το 1920 η συγκέντρωση ξύλων για την φουνάρα ήταν ευθύνη της Εκκλησίας. Ο Μάρκος Μουσουράκης ήταν ο τελευταίος άνθρωπος που είχε αναλάβει με αμοιβή την προμήθεια των ξύλων της φουνάρας, με χρέωση του ταμείου της Εκκλησίας» θυμάται ο Στέλιος Κασωτάκης, 93 ετών από το Καβούσι, σύμφωνα με το prismanews.gr.
Τα επόμενα χρόνια η ανέλαβε η νεολαία του χωριού αυτό το χρέος. O κ. Γιώργος Κουδουμογιαννάκης 84 ετών σήμερα, θυμάται: Η φουνάρα γινόταν στην αυλή της εκκλησίας. Στον Καψά -βουνό απέναντι από το χωριό- πήγαιναν όλα τα παιδιά του σχολείου και κόβαμε με τον σάρακα πρίνους και ασπαλάθους. Απλώναμε ένα μεγάλο δροσερό κλώνο και πάνω σ’ αυτόν τοποθετούσαμε τα ξύλα σε ένα μεγάλο όγκο. Τον σέρναμε στην χαλασιά και κατεβάζαμε στο χωριό τα ξύλα. Όλες οι αυλές του χωριού είχαν δεμάτια από ξύλα για να ψήσουν τα γλυκά και τα ψητά στο φούρνο. Τις νυχτερινές ώρες που οι νοικοκύρηδες κοιμόντουσαν παίρναμε δεμάτια από φασκομηλιές ή χιμάδες (θυμάρια) και τα σέρναμε μέχρι την φουνάρα. Μπορούσαμε να κλέψουμε μέχρι και 150 «αγγαλιές» από φουρνόξυλα. Προτιμούσαμε τα πιο κοντινά σπίτια στην εκκλησία. Κανένας νοικοκύρης δεν διαμαρτυρήθηκε στην χωροφυλακή του χωριού. Ο σταθμός χωροφυλακής του χωριού γνώριζε τι κάναμε, αλλά ποτέ δεν επενέβαινε από σεβασμό στο έθιμο.
Το κλέψιμο των ξύλων της φουνάρας και ο Ιούδας
Το κλέψιμο των ξύλων ή μάλλον η επιχείρηση κλεψίματος των ξύλων από τις αυλές των σπιτιών ήταν ζήτημα κύρους. Όσο πιο δύσκολη ήταν η αποστολή, τόσο μεγαλύτερο το κύρος που κατακτούσαν όσοι την έφεραν σε πέρας.
Η μεγάλη σε όγκο κλοπή ξύλων -τις περίφημες «αγκαλιές» – που ήταν στα φουρνόσπιτα, γινόταν όταν έπεφτε το σκοτάδι λίγες ώρες πριν την Ανάσταση. Όπως ήταν φυσικό, η εργασία αυτή απαιτεί μυστικότητα και άσκηση στα ήθη που επιβάλλουν τη δράση μέσα σε ένα πλαίσιο παρανομίας κοινωνικά αποδεκτής. Τα “θύματα” των κλοπών επιλεγόταν με όχι και τόσο ανιδιοτελή κριτήρια. Πάντως κάθε χρόνο τα θύματα ήταν σχεδόν τα ίδια τα οποία ποτέ δεν διαμαρτυρήθηκαν.
Μια μικρή ομάδα νέων έχει αναλάβει να φτιάξει το ομοίωμα του προδότη Ιούδα. Παλιά ρούχα και παπούτσια ήταν η φορεσιά του. Για κεφάλι, ότι καλύτερο ήταν το φλασκί καλυμμένο με ένα καπέλο. Η καρικατούρα των παιδιών που εκτελούσαν μια θεσμική υποχρέωση, την διαιώνιση του «εθίμου», δηλαδή να διαπομπεύσουν και να χλευάσουν τον προδότη και στην συνέχεια να τον παραδώσουν στην πυρά για να επέλθει η εξαφάνιση του.
Όταν ο παπάς έψελνε το «Χριστός Ανέστη», οι νέοι του χωριού προσπαθούσαν να βάλουν φωτιά σε πολλά σημεία στην φουνάρα. Σήμερα στο Καβούσι το άναμμα της φουνάρας γίνεται με εκατοντάδες πυροτεχνήματα που ρίχνονται ταυτόχρονα στον μεγάλο όγκο των ξύλων και έτσι αποφεύγονται ατυχήματα και η πυροδότηση της γίνεται με ένα εντυπωσιακό τρόπο. Σε περιόδους έντονων πολιτικών παθών στην καρικατούρα του Ιούδα για πρόσωπο έβαζαν την μάσκα αντιπαθητικού πολιτικού που ήθελαν να διαπομπεύσουν και να χλευάσουν. Φέτος οι νέοι στο Καβούσι θα φτιάξουν ένα ομοίωμα του σημερινού Ομοσπονδιακού Υπουργού Οικονομικών της Γερμανίας Βόλφγκανγκ Σόιμπλε!
Μέχρι όμως ο παπάς να πει το «Χριστός Ανέστη» κανένας δεν έβαζε στο στόμα του καλιτσούνα.
Ο συνταξιούχος Γιώργος Κανιτάκης θυμάται: Μέχρι να πει ο παπάς το Χριστός Ανέστη κανένας δεν επιτρεπόταν να φάει καλιτσούνια. Οι νοικοκυράδες απαγόρευαν στα παιδιά να αγγίξουν στα γλυκίσματα. Με το ένα χέρι κρατούσαν την λαμπάδα στην Ανάσταση και το άλλο χέρι ήταν έτοιμο να βγάλει από την τσέπη την καλιτσούνα, μόλις ακουστεί το Χριστός Ανέστη από τα χείλη του παπά. Η φουνάρα φούντωνε για τα καλά και όλοι ευχόταν να μην φυσήξει αέρας. Η φλόγα της φουνάρας ήταν το Άγιο Φώς που μεταφέραμε στο σπίτι με τα φαναράκια ή αρπάζοντας από την φουνάρα ένα αναμμένο ξύλο. Με την φλόγα της λαμπάδας σχηματίζαμε ένα μαύρο σταυρό πάνω από την πόρτα του σπιτιού.
Τα πλατανζίκια
Ο συνταξιούχος Δημήτρης Χαλκιαδάκης θυμάται τα παιδικά του χρόνια: Στην εποχή μου είχαμε μεγάλα σιδερένια κλειδιά τα «κατσουνόκλειδα». Μέσα σ’ αυτά βάζαμε κεφαλές από σπίρτα. Βρίσκαμε ένα μεγάλο καρφί και βάζαμε την κεφαλή του –το πεπλατυσμένο μέρος- μέσα στο θάλαμο του κλειδιού με τις σπιρτοκεφαλές. Κτυπούσαμε με δύναμη το κλειδί σε μία πέτρα και ακουγόταν ένας δυνατός θόρυβος.
Οι «ουρανοκατέβατες»- με κτύπημα του κλειδιού από πάνω προς τα κάτω- έκαναν μεγαλύτερο θόρυβο. Φτιάχναμε τα «πλατανζίκια» ή «πλακανζίκια» με μπαρούτι που αγοράζαμε από μπακάλικα του χωριού και με λωρίδες από χαρτοσακούλες του τσιμέντου σε σχήμα τριγώνου. Βάζαμε ένα μικρό φυτίλι και με αυτό τα πυροδοτούσαμε. Με αυτά προσπαθούσαμε να διασκεδάσουμε όλη την Μεγάλη Εβδομάδα και το βράδυ της Ανάστασης.