Να «φιλτράρονται» οι ανώνυμες και οι ψευδώνυμες καταγγελίες για διασπάθιση του δημόσιου χρήματος πριν δοθούν παραγγελίες για προκαταρκτική έρευνα, υπογραμμίζει ο αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Νικ. Παντελής σε εγκύκλιό του προς τους διευθύνοντες τις Εισαγγελίες Εφετών και Πρωτοδικών της χώρας. Και αυτό γιατί αυτή τη στιγμή έχουν «μπλοκάρει» οι αρμόδιες υπηρεσίες από τις εισαγγελικές παραγγελίες.
Ειδικότερα, ο κ. Παντελής υπογραμμίζει ότι συγκροτήθηκε Γενική Διεύθυνση Δημοσιονομικών Ελέγχων στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους και από 1.11.2012 λειτουργούν διευθύνσεις ελέγχου υπουργείων, ΝΠΔΔ, ΟΤΑ, υπηρεσιών υγείας κ.λπ., ενώ λειτουργεί επίσης και Επιτροπή Συντονισμού Ελέγχου.
Κύρια αποστολή των νέων αυτών διευθύνσεων είναι, μεταξύ των άλλων, η διασφάλιση της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης του κρατικού προϋπολογισμού και του προϋπολογισμού των φορέων του στενού και του ευρύτερου δημόσιου τομέα, η διενέργεια προγραμματισμένων ετήσιων ελέγχων, καθώς και εκτάκτων ελέγχων μετά από καταγγελίες ή αιτήματα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ή μετά από παραγγελίες των κατά τόπους εισαγγελικών αρχών.
Όμως, υπογραμμίζει ο εισαγγελικός λειτουργός, επειδή «σε συνθήκες κοινωνικοοικονομικής κρίσης, περισσεύει η καχυποψία των πολιτών για τη χρηστότητα της δημοσιονομικής διαχείρισης, ευθύς μετά την έναρξη λειτουργίας των επίμαχων διευθύνσεων, παρατηρήθηκε το φαινόμενο της αθρόας αποστολής σ’ αυτές εισαγγελικών παραγγελιών, στο πλαίσιο διενεργούμενων από τις εισαγγελικές αρχές προκαταρκτικών εξετάσεων, με αίτημα τη διενέργεια έκτακτων διαχειριστικών ελέγχων, με αφορμή πολλές φορές ανώνυμες ή εντελώς αόριστες καταγγελίες πολιτών για κακοδιαχείριση πόρων του στενού ή του ευρύτερου δημόσιου τομέα». Ήδη, προσθέτει ο κ. Παντελής, μέχρι τις αρχές Μαρτίου 2013 είχαν διαβιβασθεί σ’ αυτές 102 εισαγγελικές παραγγελίες από όλη την επικράτεια. Το γεγονός αυτό «συνδυαζόμενο με την ελλιπή στελέχωση των αρμοδίων υπηρεσιών (και στις τρεις διευθύνσεις υπηρετούν σήμερα 31 υπάλληλοι εκ των οποίων 12 σε θέσεις ευθύνης), οδηγεί αναπόφευκτα στην ακύρωση της κύριας αποστολής τους».
Κατόπιν αυτών, ο κ. Παντελής τονίζει στην εγκύκλιό του προς τους συναδέλφους του ότι πρέπει κατά το χειρισμό υποθέσεων που αφορούν καταγγελίες σχετικές «να γίνεται ενδελεχής αξιολόγηση του περιεχομένου αυτών, έτσι ώστε για τις υποβαλλόμενες ανωνύμως ή ψευδωνύμως, εφόσον κρίνεται ότι με βάση τα εκτιθέμενα σ’ αυτές δεν δικαιολογείται η διερεύνησή τους με παραγγελία προκαταρκτικής εξέτασης, να ακολουθείται η διαδικασία του άρθρου 42 παράγραφοι 2 και 4 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 27 παράγραφος 3 του Ν. 4055/2012, για όσες δε αξιολογούνται ως σοβαρές και άξιες δικαστικής διερεύνησης, εφόσον ο εισαγγελικός λειτουργός που χειρίζεται την υπόθεση ήθελε κρίνει ότι είναι απολύτως απαραίτητος ο έκτακτος διαχειριστικός έλεγχος, αυτός να οριοθετείται σαφώς κατά το αντικείμενό του (τόπο, χρόνο και λοιπές περιστάσεις) στη σχετική παραγγελία, με αναφορά στο πιθανό έγκλημα στην αναζήτηση του οποίου σκοπεί ο έλεγχος και της φύσης του αναζητούμενου εγκλήματος ως κακουργήματος ή πλημμελήματος καθώς και ο πιθανολογούμενος χρόνος παραγραφής».
Να σημειωθεί ότι το επίμαχο άρθρο 42 παράγραφοι 2 και 4 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, αναφέρει ότι πρέπει οι αρμόδιες αρχές να ελέγχουν τη γνησιότητα των υπογραφών που υπάρχουν στις μηνύσεις, όπως επίσης πρέπει να ελέγχεται αν έχει καταβληθεί το προβλεπόμενο παράβολο των 100 ευρώ για κάθε μηνυτήρια αναφορά.