Τριαντατέσσερις ημέρες έχουν περάσει από την 5η Μαΐου. Την ημέρα εκείνη, η οποία λόγω της δολοφονίας τριών ανθρώπων σημάδεψε με τα πιο μελανά χρώματα την μεγαλύτερη πανελλαδική πορεία για τα μέτρα που εξήγγειλε εσπευσμένα ο πρωθυπουργός, Γιώργος Παπανδρέου ώστε να αποφευχθεί το ενδεχόμενο χρεοκοπίας που αντιμετωπίζει η χώρα.
Η Αγγελική Παπαθανασοπούλου, 32 ετών με το αγέννητο παιδί της. Η Παρασκευή Ζούλια, 35 ετών. Ο Νώντας Τσάκαλης, 36 ετών. Και οι τρεις πήγαν- σαν να επρόκειτο για μία συνηθισμένη ημέρα- στη δουλειά τους αλλά δε γύρισαν ποτέ στα σπίτια τους. Οι μνήμες από εκείνη την Τετάρτη παραμένουν μέχρι σήμερα νωπές. Οι εικόνες όσων περνούν από τον αριθμό 23 της οδού Σταδίου τους έρχονται στο μυαλό. Άνθρωποι να φωνάζουν βοήθεια στην προσπάθειά τους να σωθούν. Μαύροι καπνοί να έχουν τυλίξει στις φλόγες ολόκληρο το κτίριο της τράπεζας. Και οι τρεις νέοι να δίνουν μάχη με τις φλόγες χωρίς όμως να τα καταφέρνουν. Και οι ένοχοι που έριξαν τις μολότοφ αδιαφορώντας για την απώλεια ανθρώπινων ζωών να φωνάζουν: «Να καείτε (…) τραπεζικοί».
Όσο κι αν ο χρόνος πάντως κυλάει φυσιολογικά, οι περαστικοί από το σημείο σταματούν να ρίξουν μια ματιά. Να διαβάσουν τα σημειώματα και τα γράμματα που άφησαν συγγενείς και φίλοι των τριών νέων παιδιών που είχαν όραμα για ζωή. Κάποιοι από αυτούς στέκονται εκεί αμίλητοι. Άλλοι αφήνουν κι από ένα λουλούδι για να δείξουν ότι δεν ξεχνούν. Κι αυτοί που θα έπρεπε να θυμούνται, όπως το απαιτεί η κοινή γνώμη, έχουν σωπάσει. Γιατί όπως έγραψε και κάποιος από τους περαστικούς σε ένα χαρτόκουτο που κρύβει το εσωτερικό της τράπεζας, δανειζόμενος τους στίχους από τον Νικόλα Άσιμο «Η επανάσταση αποδείχτηκε ένα όνειρο». Ένα όνειρο για το οποίο όλοι βγήκαν στους δρόμους αλλά αυτό το «όνειρο» χάθηκε μετά το φόνο των τριών απλών νέων εργαζομένων.