Ο Μαρκ Μαζάουερ, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια της Νέας Υόρκης, και ειδικός στη σύγχρονη ιστορία τς χώρας μας, επεξεργάστηκε τις προάλλες μία φωτογραφία που του υπέδειξε η εφημερίδα «Το βήμα»: δύο δηλωμένοι νεοναζιστές από τη Βαυαρία στέκοντναν δίπλα στον γενικό γραμματέα της Χρυσής Αυγής μέσα στο ελληνικό Κοινοβούλιο, περίπου εβδομήντα χρόνια μετά τη λήξη της Κατοχής.

Προτίμησε να μην σχολιάσει τον θλιβερό συμβολισμό της εικόνας, αλλά δεν εξεπλάγη. Άλλωστε, από τον Οκτώβριο του 2012, ακόμη και πάλι μέσα από την εφημερίδα «Το Βήμα», προειδοποιούσε ότι το πολιτικό σύστημα έχει υποεκτιμήσει τη Χρυσή Αυγή και έκρουε τον κώδωνα του κινδύνου επειδή η τελευταία «έχει εισαγάγει έναν βαθμό βίας στον δημόσιο βίο, που είναι βαθιά ανησυχητικός».

Εκτιμά ότι «το βασικό ζήτημα (στο θέμα της ενδυνάμωσης της Χρυσής Αυγής), δεν είναι τόσο η προϊούσα εξάπλωση της φτώχειας και η υψηλή ανεργία όσο ο θυμός, η οργή για τον άνισο τρόπο με τον οποίο έχει διαμοιραστεί το δύσκολο φορτίο αυτής της κρίσης στην κοινωνία και βέβαια ο τρόπος με τον οποίο επιμερίζονται οι ευθύνες γι’ αυτήν».

Ο Μ. Μαζάουερ θεωρεί ότι η βασική διαφορά ανάμεσα στα σύγχρονα μορφώματα της Ακροδεξιάς και εκείνα του Μεσοπολέμου, είναι το γεγονός ότι σήμερα επικρατεί μία ουσιαστική προσκόλληση στους θεσμούς της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας». Πιστεύει ότι ο κόσμος δεν έχει ξεχάσει τι σημαίνει φασισμός και αυτό είναι το μεγαλύτερο εμπόδιο που πρέπει να αντιπαλέψουν τα σημερινά κινήματα της ακροδεξιάς. Και το ρπάττουν με ποικίλους τρόπους, καταθέτοντας διαπιστευτήρια δημοκρατικότητας.

Σε ό,τι αφορά τη Χρυσή Αυγή, ο Μ. Μαζάουερ εντυπωσιάζεται από τον τρόπο με τον οποί «θέλει πραγματικά να επιστρέψει στη μεσοπολεμική περίοδο και να μείνει καθηλωμένη εκεί – αυτό προκύπτει από τη συλλογιστική της. Βεβαίως, αυτή είναι και η καταγωγή της: η εμμονική πρόσδεση στον εθνικοσοσιαλισμό και η τακτική αναβίωση μίας αντιδημοκρατικής και στρατιωτικού τύπου πολιτικής στην μεταπολεμικό κόσμο».