Με την ένταση μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας να είναι σε υψηλά επίπεδα και στην Αθήνα να υπάρχει έντονος προβληματισμός σχετικά με την εξοπλιστική κούρσα της Άγκυρας και πως αυτή μπορεί να αντιμετωπιστεί, πλήθος αναλύσεων έχουν δει το φως της δημοσιότητας.
Πολλοί είναι αυτοί που θεωρούν πως η Ελλάδα πρέπει να βρει τρόπους μέσω νέων εξοπλισμών. Εκείνοι που είναι αντίθετοι σε αυτό, προτάσσουν την οικονομική δυσκολία της χώρας και προτείνουν λύσεις με εγχώρια ανεπτυγμένα οπλικά συστήματα, προς εξοικονόμηση πόρων.
Αυτό που δεν βλέπουμε συχνά στην Ελλάδα είναι το πως βλέπει την αμυντική δυνατότητα της χώρας μας ο εν δυνάμει…αντίπαλος.
Το news.gr απευθύνθηκε στον αναλυτή-ερευνητή επί θεμάτων ασφαλείας του SETA, του μεγαλύτερου think tank της Τουρκίας, Δρ. Μουράτ Ασλάν. Ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Hasan Kalyoncu και πρώην στρατιωτικός ανταποκρίθηκε στο αίτημά μας και στο ερώτημά μας: Πώς βλέπει την αμυντική δυνατότητα της Ελλάδας η Τουρκία.
Με τίτλο «Μια εναλλακτική;» το άρθρο του Τούρκου ερευνητή αναφέρεται στις επιλογές που έχει η Ελλάδα απέναντι στην Τουρκία και πώς η Άγκυρα βλέπει την Αθήνα.
Μεταξύ άλλων αναφέρει πως για την Τουρκία η Ελλάδα, δεν αποτελεί προτεραιότητα στην αντίληψη περί απειλής και προτάσσει την συνεργασία των δύο χωρών.
Επισημαίνει πως τα άλματα που έχει κάνει η τουρκική αμυντική βιομηχανία εστιάζουν κυρίως στη ετοιμότητα της χώρας να αντιμετωπίσει απειλές όπως η τρομοκρατία και η περιφερειακή αστάθεια. Φωτογραφίζει δηλαδή επί της ουσίας την απειλή που αποτελεί για την Άγκυρα το PKK, το YPG και η συνεχιζόμενη σύγκρουση στη Συρία.
Το άρθρο-απάντηση του Δρ Μουράτ Ασλάν στο ερώτημά μας έχει ως εξής:
«Υπήρξαν συζητήσεις στην Ελλάδα ως προς τα πρόσφατα αναπτυχθέντα και κατασκευασθέντα οπλικά συστήματα και πυρομαχικά της Τουρκικής αμυντικής βιομηχανίας για πολλά χρόνια.
Η αντίληψη αυτή φυσικά οδηγεί σε ανησυχίες που θέτουν μπροστά τρία θέματα:
Αποτελεί η τουρκική αμυντική μηχανή απειλή για την Ελλάδα;
Εάν ναι πώς μπορεί να απαντήσει η Ελλάδα στο τουρκικό αμυντικό άλμα στο πλαίσιο της περιφερειακής ισορροπίας δυνάμεων;
Μπορεί ο Ελληνικός Στρατός να απαντήσει στο τουρκικό αμυντικό πρόγραμμα;
Το αρχικό ερώτημα μπορεί επίσης να διαβαστεί ως αν τα παράγωγα της τουρκικής αμυντικής βιομηχανίας στρέφονται κατά της Ελλάδας ή όχι.
Όντας πλαισιωμένη από περιοχές σε δυνητική ή εξελισσόμενη κρίση, η Τουρκία νιώθει την ανάγκη της ετοιμότητας για οποιαδήποτε αμυντική πρόκληση – δεδομένου ότι η οποία σύγκρουση δεν θα μπορεί να απορροφηθεί από την Τουρκία λόγω της ικανότητας διάχυσής της στην ευρύτερη περιοχή.
Σε αυτό το πλαίσιο οι περιπτώσεις του Ιράν, του Ιράκ και της Συρίας, μαζί με τις αντιτρομοκρατικές προσπάθειες της Τουρκίας υποδεικνύουν ως προαπαιτούμενο την υψηλή ετοιμότητα χωρίς εξάρτηση σε ξένες δυνάμεις προκειμένου να διατηρηθεί η Τουρκική ασφάλεια.
Από την άλλη πλευρά η Ελλάδα δεν είναι προτεραιότητα στην τουρκική αντίληψη περί απειλής όσο οι δύο χώρες βρίσκονται σε μια διαδικασία κοινής κατανόησης και αμοιβαίας συνεργασίας.
Η τουρκική στρατηγική ασφάλειας βασίζεται στην καταστολή και την περιθωριοποίηση των τρομοκρατικών δικτύων και στην απομόνωση των κρίσεων εντός των συνόρων που έχουν προκύψει.
Η ανεξάρτητη και αειφόρος στρατιωτική δύναμη θεωρείται ουσιώδης από την Τουρκία προκειμένου να μην πιαστεί απροετοίμαστη υπό τις συνθήκες των «μη επίσημων κυρώσεων» εκ μέρους των προμηθευτών όπλων, όπως συνέβη στην περίπτωση της προσπάθειας της Τουρκίας για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας.
Πέρα από την μάχη κατά της τρομοκρατίας και τον περιορισμό των γύρω κρίσεων, η Τουρκία δεν είναι αναθεωρητική ως προς τους γείτονές της, παρά το γεγονός πως η Τουρκία χρειάζεται να εφαρμόσει μια στρατηγική «διαχείρισης κρίσεων» ώστε να μην πληγεί από (πιθανούς, υπάρχοντες ή μελλοντικούς) κινδύνους.
Ως εκ τούτου η Ελλάδα μπορεί να επανεξετάσει την στρατηγική ασφάλειάς της που βασίζεται στην «εξ’ ανατολών απειλή».
Το δεύτερο ερώτημα είναι πιο επιρρεπές στην παραδοχή της σταθεροποίησης της Τουρκικής άμυνας.
Εάν η Ελλάδα σκοπεύει να φτάσει την τουρκική στρατιωτική ισχύ, στα σίγουρα, τα βάρη είναι «οικονομική προσιτότητα, τεχνολογία, βιωσιμότητα και μη εξάρτηση από ξένες προμήθειες».
Σαν κριτική στην οικονομική προσιτότητα, για παράδειγμα, ο ευρωβουλευτής Νίκος Χρυσόγελος υποστηρίζει πως: «Η Ελλάδα θα μπορούσε να εξοικονομήσει 108 δισεκατομμύρια ευρώ από το 1974 εάν είχε ακολουθήσει τον μέσο όρο των ευρωπαϊκών κρατών μελών του ΝΑΤΟ στις αμυντικές δαπάνες…
Οι αμυντικές δαπάνες στην Ελλάδα ξεπερνούν από το 1974 μέχρι το 2010 τα 250 δισεκατομμύρια ευρώ».
Αν ληφθεί υπόψη η πρόσφατη οικονομική κρίση, το επίπεδο των αμυντικών δαπανών είναι πρόκληση για την ελληνική οικονομία και χρειάζεται να ισορροπήσει με άλλες ανάγκες της ελληνικής κοινωνίας.
Η τεχνολογία είναι μια άλλη παράμετρος παραγωγής αμυντικών προϊόντων και είναι δύσκολο να αποκτηθεί από διεθνείς αμυντικές βιομηχανίες, αλλά χρειάζεται να αναπτυχθεί εγχώρια ή να αποκτηθεί από συμπαραγωγές οπλικών συστημάτων.
Η Ελλάδα βρίσκεται στα πρώιμα στάδια μιας ικανής εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας και αυτό κάνει την χώρα εξαρτώμενη από δαπανηρές αγορές όπλων.
Ένας άλλος παράγοντας, η διατήρηση των υπαρχόντων όπλων είναι ζωτικός να κατανοηθεί μιας και η Ελλάδα διαθέτει το οποιοδήποτε οπλικό σύστημα. Πρέπει να είναι έτοιμα να χρησιμοποιηθούν κάθε στιγμή, κάτι που απαιτεί δαπάνες για την συντήρησή τους. Τέλος, η εξάρτηση, ακόμη και στις συμμαχικές χώρες, αποτελεί περιορισμό λόγω των επιβαλλόμενων περιορισμών και της αδιάκριτης τιμολόγησης
Στη συνέχεια, η επιθυμητή στάση άμυνας και οι δαπάνες, που βασίζονται στην οικοδόμηση μιας απαιτητικής στρατιωτικής ικανότητας, είναι μια πολύπλοκη επιχείρηση που επηρεάζει πολλούς παράγοντες
Το τρίτο ερώτημα αφορά περισσότερο το πρώτο και το δεύτερο ερώτημα για την απεικόνιση της τρέχουσας στάσης εν αναμονή της θεωρούμενης απειλής και της ικανότητας να απαντηθεί από ένα αμυντικό πρόγραμμα.
Η Ελλάδα έχει σχεδιάσει μια στρατιωτική ισορροπία κατά μήκος της Κύπρου, του Αιγαίου και της κυρίως χώρας προκειμένου να αντιμετωπίσει την Τουρκία που απαιτεί τουλάχιστον τρεις ζώνες αμυντικής γραμμής άνω των 1.300 χιλιομέτρων με σύνολο μήκους άνω των 4.000 χιλιομέτρων.
Το κόστος μιας τέτοιας στρατιωτικής τοποθέτησης δεν είναι εφικτό και βιώσιμο για μεγάλη περίοδο με βάση τα υπάρχοντα περιουσιακά στοιχεία.
Τότε η Ελλάδα έχει δύο επιλογές: Την δημιουργία αμυντικών ζωνών ή το χτίσιμο γεφυρών με την Τουρκία ώστε να μοιράσει τα κοινά οφέλη προκειμένου να ευημερήσει μαζί με την Τουρκία.
Η πρώτη επιλογή παραδόξως απαιτεί η Ελλάδα να ξεκινήσει ένα αμυντικό πρόγραμμα και να το διατηρήσει, ή αλλιώς, να δαπανήσει περισσότερους πόρους μόνο για να αντιμετωπίσει την Τουρκία.
Η δεύτερη επιλογή θα προωθήσει τους οικονομικά αποτελεσματικούς τομείς, όπως ο τουρισμός, το εμπόριο και η ενεργειακή συνεργασία, τις οποίες και οι δύο χώρες έχουν πραγματικά μεγάλη ανάγκη.
Προκειμένου να επιλεγεί κάποια από τις δύο επιλογές το κρίσιμο ερώτημα, υποθέτω, είναι το αν η Τουρκία αποτελεί απειλή για την Ελλάδα ή όχι.
Πιστεύω ότι η Τουρκία εκλαμβάνει ως απειλή ή κίνδυνο την τρομοκρατία και τις περιφερειακές απειλές ασφαλείας και όχι την Ελλάδα.
Το θέμα είναι να έχουμε λίγο περισσότερο θάρρος να ξεκινήσουμε πολιτικές διαδικασίες ώστε να έχουμε τις δύο χώρες να επωφελούνται από τις δυνατότητες της γειτόνευσής τους.».