Σε έκτακτες περιπτώσεις κατά τις οποίες υπάρχει κίνδυνος για τη ζωή ή την υγεία ασθενή και τα δημόσια νοσοκομεία δεν μπορούν να καλύψουν το περιστατικό, οι ιδιωτικές κλινικές και τα ιδιωτικά θεραπευτήρια υποχρεούνται να δέχονται τους ασθενείς αυτούς με το τιμολόγιο νοσηλίων του Δημοσίου και όχι με αυτό που ισχύει για τις ιδιωτικές, κ.λπ. Αυτό πρότεινε στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου ο εισαγγελέας Ιωάννης Τέντες, ερχόμενος σε αντίθεση με το Α1 Πολιτικό Τμήμα του Ανωτάτου Δικαστηρίου και συνταυτιζόμενος με τις θέσεις ασθενούς, η οποία το 1998 κινδύνευσε να χάσει τη ζωή της.
Ειδικότερα, γεωργός, ασφαλισμένη στον ΟΓΑ, το 1998 υπέστη ανακοπή καρδιάς και παράλληλα προσεβλήθη από βαριά λοίμωξη του αναπνευστικού. Όμως δεν υπήρχε κρεβάτι σε κρατικό νοσοκομείο και αναγκαστικά οι συγγενείς της τη μετέφεραν σε ιδιωτικό ιατρικό κέντρο. Συνέπεια όλων αυτών ήταν τα νοσήλια στο ιδιωτικό ιατρικό κέντρο να ανέλθουν στο ποσό των 22.500 ευρώ, ενώ εάν νοσηλευόταν στο δημόσιο νοσοκομείο θα ήταν 2.200 ευρώ.
Η υπόθεση, όπως ήταν φυσικό, απασχόλησε και τη Δικαιοσύνη. Το Α1 Τμήμα του Αρείου Πάγου έκρινε ότι είναι αντισυνταγματική ως αντίθετη στην αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 του Συντάγματος) η ρύθμιση του Προεδρικού Διατάγματος 234/1980 κατά το σκέλος εκείνο που επιβάλλει σε ιδιωτικές κλινικές τιμολόγιο νοσηλίων υπολειπόμενο του κόστους λειτουργίας τους.
Συγκεκριμένα, το επίμαχο Προεδρικό Διάταγμα αναφέρει ότι τα τιμολόγια νοσηλίων (ημερήσια νοσήλια, αμοιβές ιατρικών πράξεων και έξοδα χειρουργείου) για «ασφαλισμένους, καθώς και για ασθενείς των οποίων η δαπάνη νοσηλείας βαρύνει το Δημόσιο, σε περιπτώσεις έκτακτου εισαγωγής, εφαρμόζονται υποχρεωτικά από τις ιδιωτικές κλινικές και τα νοσηλευτικά ιδρύματα, ανεξάρτητα αν υπάρχει ή όχι σύμβαση μεταξύ τούτων και των ασφαλιστικών φορέων».
Ο κ. Τέντες, ενώπιον της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, ανέφερε ότι πράγματι η καθιέρωση αναγκαστικού τιμολογίου νοσηλίων για τα μη συμβεβλημένα θεραπευτήρια χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το τυχόν αυξημένο κόστος παραγωγής των υπηρεσιών τους, σε περιπτώσεις έκτακτης εισαγωγής προς αποτροπή κινδύνου για τη ζωή ή την υγεία του ασθενούς, αποτελεί περιορισμό του ατομικού δικαιώματος της συμμετοχής στην οικονομική ζωή της χώρας (οικονομικής ελευθερίας – άρθρο 5 παράγραφος 1 του Συντάγματος), για λόγους δημοσίου και κοινωνικού συμφέροντος.
Επομένως, συνέχισε ο ανώτατος εισαγγελικός λειτουργός, κατόπιν αυτού πρέπει να ερευνηθεί εάν έχει τηρηθεί η αρχή της αναλογικότητας.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, υπογράμμισε ο κ. Τέντες, στο πλαίσιο της αναλογικότητας πρέπει να συγκριθεί από τη μια πλευρά η δυνατότητα του κράτους να ανταποκριθεί στο καθήκον του για την προστασία της υγείας των πολιτών, η οποία είναι συνταγματικά προστατευόμενο αγαθό (Σύνταγμα, άρθρο 5, παράγραφος 5, 21 και 22) και από την άλλη πλευρά η προστατευόμενη από το Σύνταγμα (άρθρο 5, παράγραφος 1) οικονομική δραστηριότητα.
Ο κ. Τέντες εκτιμά ότι ο περιορισμός που συνεπάγεται το μέτρο αυτό για την οικονομική ελευθερία δεν είναι άξιος λόγου και «δεν επάγεται σημαντική επιβάρυνση, έτσι ώστε να αξιώνεται, σε κάθε μεμονωμένη περίπτωση, η προσφυγή του κρατικού μηχανισμού σε περίπλοκες διαδικασίες για την αντιστοίχηση του τιμολογίου προς τις πραγματικές δαπάνες λειτουργίας της επιχείρησης του κάθε μη συμβεβλημένου θεραπευτηρίου και συνακολούθως να γεννάται ασάφεια και αβεβαιότητα στις σχέσεις των εμπλεκομένων μερών» (ασθενών – ιατρικών κέντρων).
Βέβαια, σημειώνει ο εισαγγελέας του ΑΠ, θα ήταν διαφορετικά τα πράγματα εάν τα ιδιωτικά ιατρικά κέντρα επικαλούνταν συχνότητα περιστατικών έκτακτης νοσηλείας τόσο μεγάλη, ώστε «να παρεμποδίζεται ουσιωδώς η οικονομική λειτουργία της επιχείρησης τους».
Κάτι τέτοιο όμως δεν συμβαίνει, ανέφερε ο κ. Τέντες, και κατά συνέπεια «δεν συντρέχει περίπτωση προσβολής της αρχής της αναλογικότητας» που καθιστά τη σχετική ρύθμιση του επίμαχου Π.Δ. 234/1980 αντισυνταγματική.