Ο τελευταίος της παλιάς, καλής ρεμπέτικης νύχτας στη Θεσσαλονίκη, ο βιρτουόζος του μπουζουκιού Σωκράτης Θεοδωρίδης, πέθανε στο σπίτι του στις Συκιές σε ηλικία ογδόντα ενός χρόνων.
Από το θρυλικό «Μινουϊ», όπου «κατέθεσε» την τελευταία του πενιά το 2006, αναχώρησε σήμερα με προορισμό το «πάλκο τ ουρανού», για να σμίξει και πάλι με την μποέμισα Λιλή και τον «παππού» Γιώργο Καμπουρέλο και να τρελάνουν με τα ταξίμια τους τούς αγγέλους.
Σωκράτης, Καμπουρέλος και η Λιλή, ήταν το εμβληματικό τρίο που σφράγισε τις δεκαετίες του 80 και του 90, τη ρεμπέτικη Θεσσαλονίκη.
Και σε ποια «πατάρια» δεν εμφανίστηκαν: Καλύβα, Σπηλιά, Φλαμίγκο, Νονός, Ρεμέντζο, Έλατος, Αλιτσος, ήταν μερικά εξ αυτών.
Αλλά εκεί που δοξάστηκαν ήταν στο μοναδικό »Μινουϊ», στην οδό Δαγκλή, απέναντι από την ΧΑΝΘ στην αρχή και στην Καμάρα αργότερα μέχρι το 2006, οπότε τελείωσαν όλα, με τον θάνατο του Καμπουρελου πρώτα, της Λιλής αργότερα και τη μουσική μοναξιά και ορφάνια στην οποία περιέπεσε ο ίδιος στη συνέχεια.
Ήταν αυτός ο «πρώτος θάνατος» του Σωκράτη, όπως τον ήξερε όλη η ρεμπέτικη Θεσσαλονίκη.
Αποσύρθηκε έκτοτε στο σπίτι του στις Συκιές, όπου στην αρχή »βάραγε» κάπου- κάπου για το κέφι του αλλά σιγά- σιγά άρχισε να μην πιάνει καν στα χέρια του «το όργανο».
«Δεν πάνε τα δάχτυλα», έλεγε στον φίλο του Νικο Βαλάνα, που τον παρότρυνε να παίζει κάποια κομμάτια.
Όπου και αν εμφανιζόταν την εποχή εκείνη η «αγία τριάς» του ρεμπέτικου την ακολουθούσαν ρέκτες της νυχτερινής διασκέδασης.
Στο Μινουϊ ή «Βόθρος», όπως «τρυφερά» το αποκαλούσαν οι «φαν», λόγω των περίεργων οσμών στην ατμόσφαιρα, κατέβαιναν προσωπικότητες της πολιτικής της τέχνης και του πολιτισμού, του χρήματος αλλά και του «λούμπεν».
Εκεί χτυπούσε επί είκοσι χρόνια η « ρεμπέτικη καρδιά» της Θεσσαλονίκης.
Εθεάθησαν κατά καιρούς στην «υπόγα», μεταξύ άλλων ο Κώστας Καραμανλής, ο Λαλιώτης, η Δαμανάκη, ο Πάγκαλος, ο Ρουσόπουλος, ακόμα και ο Λέων Καραπαναγιώτης πέρασε το πορτάκι του τότε- το σημερινό δεν είχε γίνει ακόμα-»μεγάρου μουσικής».
Με το που έκλειναν οι ταβέρνες και τα μπαράκια, έπεφτε η «γραμμή» «πάμε Μινουϊ», οπότε παρέες συνέρρεαν στην Δαγκλή για «γούστα στον Σωκράτη».
Άρχιζε πάντα γύρω στη 1 μετά τα μεσάνυχτα το πρόγραμμα και τέλειωνε κοντά στα ξημερώματα. Κάποιες φορές είχε βγει ο ήλιος, όταν το «τρίο», και οι τελευταίοι θαμώνες, ανέβαιναν στην επιφάνεια της γης για να αναζητήσουν στα πέριξ μαγειριά λίγο «βάλσαμο για του ξενύχτηδες», δηλαδή έναν πατσά ή μια μαγειρίτσα.
Στο πάλκο ο Καμπουρέλος ήταν ο θυμόσοφος του μπουζουκιού, η Λιλή με την αλά Σωτηρία Μπέλου φωνή, η ντίβα του μαγαζιού αλλά ο Σωκράτης ήταν ο εργάτης και ταυτόχρονα ο μάστορας.
Πάνω σ αυτόν στηνόταν όλη η διασκέδαση.
Έπαιζε, και, σε αντίθεση με τον «βούδα» Καμπουρέλο, τραγουδούσε.
Είχε μάλιστα στο ρεπερτόριό του τραγούδια ελάχιστα γνωστά ή και παντελώς άγνωστα, όπως «ο βαρώνος», «τα χιόνια», του Αποστόλου Καλδαρα, «μες τον πράσινο το μύλο», του Μπάμπη Μαρκάκη.
Όταν, δε, έπεφταν οι «παραγγελιές», ένας «αμπταλικος», ένα αργό τσιφτετέλι, για παράδειγμα, ιερουργούσε στο μπουζούκι και ανέβαζε στα ύψη το «θερμόμετρο» στην πίστα.
Ένα τέτοιο «χέρι», δεν μπορούσε να περάσει απαρατήρητη από την Αθήνα.
Κατέβηκε και εκεί το 1965 ο Σωκράτης. Έπαιξε πλαϊ στην Πολύ Πάνου, τον Βαγγέλη Περπινιαδη, στο «Φαληρικόν» και στη «Βεντέτα», αλλά το «κέντρο» δεν τον «σήκωσε».
Δεν «γούσταρε’ τον τρόπο ζωής στην Αθήνα και γύρισε πίσω, όπως έκαναν και ο Καμπουρελος και η Λιλή.
Από κοινού διέγραψαν μια αξιοζήλευτη τροχιά στην νυχτερινή διασκέδαση στην Θεσσαλονίκη, που έκλεισε και βιολογικά σήμερα τον κύκλο της με τον θάνατο του Σωκράτη Θεοδωρίδη. «Ήταν μια ωραία προσωπικότητα της μουσικής «, δήλωσε ο συγγραφέας Θωμάς Κοροβίνης.
Αύριο στις 11 το πρωί θα τελεσθεί η νεκρώσιμος ακολουθία στην εκκλησία των Αγίων Θεοδώρων στις Συκιές και ο Σωκράτης θα οδεύσει στην τελευταία του κατοικία συνοδεία- τι άλλο;-μπουζουκιών.