Σαν σήμερα το 1915 γεννιέται ο κορυφαίος δημιουργός, ο άνθρωπος που θα αφήσει ανεξίτηλο το στίγμα του στη μουσική μας παράδοση. Για τον Βασίλη Τσιτσάνη έχει ήδη αποφανθεί η μουσική ιστορία: μια από τις σημαντικότερες φυσιογνωμίες του ρεμπέτικου και του λαϊκού τραγουδιού, ανανεωτής της μουσικής παράδοσης, συνθέτης, στιχουργός, δεξιοτέχνης του μπουζουκιού και τραγουδιστής. Τα τραγούδια του έχουν εξάλλου κάτι από το υλικό που φτιάχνεται η Ιστορία: πόνο, νόστο, ξενιτιά, καημό και έρωτα. Οι συστάσεις περιττεύουν όταν μιλάμε για τον Τσιτσάνη, ας δούμε λοιπόν τη βιογραφία του μεγάλου δημιουργού… Πρώτα χρόνια Ο Τσιτσάνης γεννιέται στα Τρίκαλα στις 18 Ιανουαρίου 1915 από γονείς Ηπειρώτες, ένα από τα πέντε αδέρφια της πολυμελούς οικογένειας. Τα χρόνια είναι δύσκολα, με τον νεαρό Βασίλη να παίρνει τα πρώτα του μουσικά ακούσματα από τον πατέρα του, ο οποίος έπαιζε στο μαντολίνο του κλέφτικα παραδοσιακά τραγούδια της πατρίδας του, αλλά και από την εκκλησία, με τις βυζαντινές ψαλμωδίες να χαράσσονται στο μυαλό του… Η οικονομική δυσπραγία θα στρέψει το γυμνασιόπαιδο να μάθει βιολί, για να παίζει σε πανηγύρια και εκδηλώσεις και να βγάζει το χαρτζιλίκι του. Όσο για το μπουζούκι του, κοινωνικά απαξιωμένο, θα μείνει κλεισμένο στο σπίτι, θα χρησιμεύσει ωστόσο στις πρώτες συνθετικές απόπειρες του Τσιτσάνη σε ηλικία μόλις 15 ετών. Κάθοδος στην Αθήνα Ήταν στα τέλη του 1936 όταν ο Τσιτσάνης θα εγκαταλείψει τη γενέτειρά του για την πρωτεύουσα, με σκοπό να σπουδάσει νομική. Το πενιχρό του εισόδημα θα το συμπληρώσει με εμφανίσεις σε μουσικές ταβέρνες, οι οποίες θα του εξασφαλίσουν τρόπο να ζει. Σε μια τέτοια ταβέρνα θα γνωρίσει τον τραγουδιστή Δημήτρη Περδικόπουλο, ο οποίος θα μεσολαβήσει για να γίνει δεκτός ο Τσιτσάνης σε μια δισκογραφική. Εκεί, στην Odeon, θα ηχογραφήσει το 1937 το πρώτο του τραγούδι «Σ’ έναν τεκέ μπουκάρανε», το κύριο σώμα ωστόσο των προπολεμικών του δίσκων θα πραγματοποιηθεί στα επόμενα χρόνια. Το σπουδαιότερο τραγούδι της εποχής είναι η «Αρχόντισσα», που θα μπει σε κάθε στόμα, και θα ακολουθήσουν σταθμοί στη μουσική του διαδρομή, όπως τα «Να γιατί γυρνώ», «Γι’ αυτά τα μαύρα μάτια σου» και πολλά ακόμα, που θα ερμηνεύσουν οι φωνές του Στράτου Παγιουμτζή, του Στελλάκη Περπινιάδη, του Στέλιου Κερομύτη αλλά και του Μάρκου Βαμβακάρη. Οι εποχές είναι ωστόσο «περίεργες»: η λογοκρισία της δικτατορίας του Μεταξά απαγορεύει τόσο τα ρεμπέτικα τραγούδια όσο και τις ανατολίτικες μελωδίες, ενώ η περίοδος προστάζει εμβατήρια. Ο Τσιτσάνης αναγκάζεται να σκαρφιστεί ένα νέο είδος λαϊκού τραγουδιού, το οποίο θα απευθύνεται σε ένα πλατύτερο κοινό, με «καθαρότερο» στίχο από το αλήτικο ρεμπέτικο του περιθωρίου: το πείραμα πετυχαίνει… Τα χρόνια της Θεσσαλονίκης Η ώρα για τη στράτευση έχει φτάσει και ο Τσιτσάνης θα υπηρετήσει στο Τάγμα Τηλεγραφητών στη Θεσσαλονίκη. Καλός στρατιώτης δεν θα γίνει ωστόσο ποτέ, με πλήθος παραστρατημάτων που εξοργίζουν τους αξιωματικούς του, πόσο μάλλον μέσα σε μια στρατοκρατούμενη κοινωνία. Η Κατοχή θα βρει τον Τσιτσάνη στη Θεσσαλονίκη, όπου έπειτα από «γυροβολιά» σε διάφορα μαγαζιά θα ανοίξει τελικά ένα δικό του κουτούκι, το «Ουζερί Τσιτσάνη». Αυτή είναι μια γόνιμη εποχή για τον συνθέτη, που θα γράψει μερικές από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του: «Αχάριστη», «Μπαξέ τσιφλίκι», «Τα πέριξ», «Νύχτες μαγικές», «Ζητιάνος της αγάπης», «Ντερμπεντέρισσα» και φυσικά τη «Συννεφιασμένη Κυριακή» (στο συγκεκριμένο τραγούδι, από τα πιο γνωστά του συνεργάστηκε στη μουσική μαζί με τον Βλάχο ενώ στους στίχους με τον Αλέκο Γκούβερη) . Ο πόλεμος έχει τελειώσει και οι δισκογραφικές λειτουργούν και πάλι.
Επιστροφή στην Αθήνα Το 1946 ο Τσιτσάνης θα επιστρέψει στην Αθήνα, με τον εμφύλιο πόλεμο να μετατρέπεται γι’ αυτόν σε πηγή έμπνευσης. Τα τραγούδια του όμως θα λογοκριθούν και πάλι και ο ίδιος θα εμπλακεί σε έναν κυκεώνα τεχνασμάτων για να καταφέρει να κυκλοφορήσει μερικά από αυτά, ενώ άλλα δεν θα εκδοθούν ποτέ ή παρά πολύ αργότερα. Παρά τις αντιξοότητες βέβαια, η εποχή αυτή είναι η πλέον γόνιμη συνθετικά για τον Τσιτσάνη, με τη δημιουργικότητά του να αλλάζει ριζικά το ρεμπέτικο: το μουσικό είδος «αρχοντορεμπέτικο» γεννιέται, ακούγεται πλέον ελεύθερα στην κοινωνία και ο Τσιτσάνης γνωρίζει την πλήρη αποδοχή. Η δεκαετία 1945-1955 είναι δική του: καταξιώνεται πλατιά στη δισκογραφία και τη συνείδηση του κόσμου, την ώρα που ανακαλύπτει φωνές και νέα ταλέντα: οι Μαρίκα Νίνου, Σωτηρία Μπέλλου, Πρόδρομος Τσαουσάκης χρωστάνε στον Τσιτσάνη τα πρώτα τους σημαντικά βήματα. Όσο για τις επιτυχίες του, είναι πολλές και ηχηρές: «Είμαστε αλάνια», «Πήρα τη στράτα κι έρχομαι», «Χωρίσαμε ένα δειλινό», «Τρελός τσιγγάνος», «Πέφτουν της βροχής οι στάλες», «Όμορφη Θεσσαλονίκη», «Αντιλαλούνε τα βουνά», «Κάνε λιγάκι υπομονή», «Φάμπρικες», «Πέφτεις σε λάθη», «Καβουράκια», «Κάθε βράδυ λυπημένη», «Ξημερώνει και βραδιάζει» και πολλά πολλά ακόμη.
Καταξίωση Το νέο είδος του λαϊκού τραγουδιού γνωρίζει εκτεταμένη απήχηση στην κοινωνία και ο Τσιτσάνης είναι από τους πρωτεργάτες του. Η δεξιοτεχνία του στο μπουζούκι και η ιδιαίτερη μελωδική του έκφραση θα γίνουν σήμα-κατατεθέν της μουσικής του, χωρίς να εγκαταλείψει ποτέ τις «πειραματικές» ανησυχίες του: η επιδρομή των αραβικών μελωδιών θα βρουν έρεισμα στη μουσική του σύνθεση, χωρίς να νοθευτεί ωστόσο το μοναδικό προσωπικό του είδος. Ο Τσιτσάνης είναι πλέον φίρμα και οι δημοφιλείς τραγουδιστές συνωστίζονται για ένα κομμάτι του: Καζαντζίδης, Μπιθικώτσης, Γαβαλάς, Αγγελόπουλος, Γκρέυ, Πόλυ Πάνου, Χαρούλα Λαμπράκη, Κόκοτας συνεργάζονται μαζί του και μετρούν επιτυχίες. Είναι η δημιουργική εποχή του «Ίσως αύριο», «Τα λιμάνια», «Τα ξένα χέρια», «Μείνε αγάπη μου κοντά μου», «Κορίτσι μου όλα για σένα», «Απόψε στις ακρογιαλιές», «Κάποιο αλάνι», «Της Γερακίνας γιος», «Δηλητήριο στη φλέβα» και δεκάδες ακόμα αξέχαστες επιτυχίες του ελληνικού πενταγράμμου.
Ο Τσιτσάνης εκτός συνόρων Το 1980, με πρωτοβουλία της UNESCO, ηχογραφείται ένας διπλός επετειακός δίσκος με τίτλο «Χάραμα», από το ξακουστό κέντρο διασκέδασης όπου εμφανιζόταν ο Τσιτσάνης τα 14 τελευταία χρόνια της καριέρας του. Ο δίσκος θα κυκλοφορήσει και στη Γαλλία το 1985, κατακτώντας το βραβείο της Μουσικής Ακαδημίας Charles Gross. Στο μεταξύ βέβαια ο κορυφαίος δημιουργός δεν είναι πλέον στη ζωή: το 1984, ακριβώς την ημέρα των γενεθλίων του (18 Ιανουαρίου), πεθαίνει σε νοσοκομείο του Λονδίνου, έπειτα από επιπλοκές σε εγχείριση στους πνεύμονες. Μέχρι και έναν πριν, ο Τσιτσάνης εμφανιζόταν κανονικά στο «Χάραμα» και εργαζόταν πυρετωδώς πάνω στα καινούρια του τραγούδια…