Για τον εφιάλτη που έζησε την ώρα της φονικής πυρκαγιάς στο Μάτι, αλλά και για τον γολγοθά που εξακολουθεί να περνά εξαιτίας των εγκαυμάτων που υπέστη από τις φλόγες, μίλησε στο κεντρικό δελτίο ειδήσεων του ΣΚΑΪ η Κάλλι Αναγνώστου, που κατάφερε μαζί με την οικογένειά της να δραπετεύσουν από την πύρινη κόλαση.
Όπως ανέφερε, η ίδια παρέμεινε για 66 μέρες νοσηλευόμενη μετά την πυρκαγιά, ο γιος της για 35 μέρες και ο πεθερός της για 45 μέρες, ενώ η ανάρρωσή της δεν έχει ολοκληρωθεί και τα συνεχίσει για καιρό. «Για πολύ κόσμο που νομίζει ότι όλο αυτό έχει τελειώσει γιατί δεν το έχουν ζήσει, δεν ξέρουν ότι είναι ένας καθημερινός αγώνας», επεσήμανε.
Η Κάλλι Αναγνώστου διηγήθηκε το πώς βρέθηκε στην Ελλάδα εκείνες τις μέρες για διακοπές, από το Ντουμπάι όπου διέμενε, και πλέον δεν μπορεί να επιστρέψει στο Ντουμπάι, λόγω και των επεμβάσεων στις οποίες πρέπει να υποβληθεί για τα βαριά εγκαύματα τα οποία υπέστη.
Αναφορικά με τα όσα συνέβησαν τη μοιραία μέρα του Ιουλίου, η ίδια ανέφερε πως η οικογένειά της γλίτωσε από τύχη, καθώς εκείνο το απόγευμα όλοι κοιμούνταν. «Ξυπνήσαμε επειδή μας μύριζε. Βγήκαμε έξω να δούμε τι συμβαίνει. Είδαμε τον έντονο καπνό. Εκείνη τη στιγμή, μετά από λίγο βασικά, κόπηκε και το ρεύμα. Καταλάβαμε ότι η φωτιά είναι στο σπίτι, οπότε κατευθείαν κοιτάξαμε να βάλουμε παπούτσια, οτιδήποτε, και να βγούμε έξω να αρχίσουμε να τρέχουμε. Η φωτιά ήταν στα δύο μέτρα πίσω μας όταν τρέχαμε και στο πλάι από αριστερά. Ναι, μας κυνηγούσε κανονικότατα», δήλωσε.
Υποστήριξε ακόμα πως δεν είδε πουθενά πυροσβεστικές δυνάμεις, και μαζί με τον γιο και τα πεθερικά της κατέληξαν στο λιμάνι χάρη σε ένα παιδί που εκείνη την ώρα έβγαινε από το σπίτι του και σταμάτησε με το αυτοκίνητο του γιατί τους είδε μέσα από τους καπνούς. «Δεν μπορούσε να διακρίνει καν τι ήμασταν. Δεν μπορούσε να διακρίνει αν ήμασταν άνθρωποι, αν ήμασταν πολίτες, αν ήμασταν πυροσβέστες, στρατιωτικοί, οτιδήποτε. Από ό,τι μας είπε μετά, ακόμη και τη στιγμή που μπήκαμε μέσα στο αυτοκίνητο δεν μπορούσε και εκείνος να καταλάβει τι είχε γίνει», σημείωσε.
Ερωτηθείσα αν η Πολιτεία έχει σταθεί στο πλευρό της, απάντησε: «Στα απολύτως απαραίτητα, και όχι υποχρεωτικά σωστά. Καλύφθηκαν κάποια πράγματα, εφόσον όμως κάποιοι άνθρωποι κινητοποιήθηκαν γι’ αυτό και το κυνήγησαν, και στους οποίους είμαστε όλοι θεωρώ παρά πολύ ευγνώμονες. Αλλά από το υπουργείο Υγείας, από τους φορείς που ασχολούνται με αυτό το πράγμα, υπήρξε τρομερή καθυστέρηση. Καταλαβαίνω ότι μέρος αυτής της καθυστέρησης είναι το γεγονός ότι δεν έχει ξανασυμβεί κάτι αντίστοιχο. Οι ίδιοι γιατροί που με παρακολουθούσαν και εξακολουθούν να με παρακολουθούν αυτή τη στιγμή δεν γνωρίζουν να μου πουν ποια θα είναι καθοριστικά η εξέλιξη μου. Γιατί δεν έχουν ξανασυναντήσει κάτι τέτοιο σε αυτό το βαθμό και με αυτό τον τρόπο. Πήρε περίπου 10 λεπτά για να καεί το 40% του σώματος μου με εγκαύματα τετάρτου και πέμπτου βαθμού».
Εξέφρασε εξάλλου την οργή της για όσους επέμεναν πως το κράτος λειτούργησε σωστά την ώρα της πυρκαγιάς. «Τη στιγμή που ο κύριος Τόσκας είπε ότι όλα έγιναν καλά και έτσι θα τα ξαναέκαναν, εγώ μόλις είχα τελειώσει μια πολύ μεγάλη αλλαγή, την πρώτη μεγάλη αλλαγή. Όταν έχεις δει τον εαυτό σου χωρίς δέρμα, κατακαμένο, να υποφέρεις, γιατί φυσικά και τα όσα παυσίπονα κι αν είχα πάρει δεν μπορούσαν να με πιάσουν για τον βαθμό και την έκταση όλων αυτών των εγκαυμάτων, εννοείται ότι ένιωσα απίστευτο θυμό. Και εξακολουθώ να νιώθω. Παρότι είναι κάτι το οποίο προσπαθώ να το παλέψω παρά πολύ, ακόμη δεν μπορώ να αποβάλλω», υπογράμμισε.